Ναι, οι Mando Diao μεγάλωσαν και αποφάσισαν να επεκταθούν… Μουσικά αλλά και εμπορικά. Οι αμετανόητοι garage rockers του 2002 εξελίχθηκαν στους ώριμους εναλλακτικούς μουσικούς της τελευταίας δουλειάς τους, η οποία τους έφερε στην πρώτη θέση των charts σε Αυστρία, Γερμανία και Τσεχία, τους χάρισε μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές επιτυχίες της χρονιάς (“Dance With Somebody”) και τους εξαγόρασε «μόρια» στη σκληρή μουσική αγορά της Βρετανίας. Αλλά το Give Me Fire! δεν είναι σημαντικό μόνο για τους ίδιους. Είναι το ίδιο σημαντικό για όλους εμάς, όσους περιμένουμε από χρονιά σε χρονιά να ακούσουμε κάτι καλό, που και να μας θυμίζει παλιό, καλό rock ‘n’ roll αλλά ταυτόχρονα να τιμά και το έτος κυκλοφορίας του.

Δεκατρία τραγούδια, δεκατρείς διαφορετικοί λόγοι για να λατρέψετε αυτόν τον δίσκο. Δύο τραγουδιστές οι οποίοι ερωτοτροπούν με κιθάρες και μικρόφωνο, πλήκτρα που προσδίδουν ιδιαίτερα χρώματα στον ήχο και ένας drummer να επιβάλει έναν δαιμονισμένο ρυθμό με κάθε χτύπο της μπότας του. Οι Σουηδοί, αν και δεν εισάγουν κάτι το νέο για τον εναλλακτικό rock ήχο, επεκτείνουν το δικό τους όραμα γι’ αυτόν και δημιουργούν ένα ενοχλητικά εναρμονισμένο κολλάζ. Όλη η δουλειά εκλύει έτσι τον δυναμισμό ζωντανής συναυλίας, καθώς κι ένα πάθος παρθένο εκ μέρος των δημιουργών της: μια εικόνα υγρών κορμιών που αναλώνουν κάθε θύλακα ενέργειας σε έναν μοιραία αυτοκαταστροφικό χορό, και μια στεγνή συνάμα αμεσότητα μεταξύ αναμεταδότη (του συγκροτήματος) και αποδέκτη (του ακροατή).

Εκτός από το “Dance With Somebody”, το οποίο παίχτηκε τόσο πολύ και στα μέρη μας ώστε πλέον να θυμίζει κρύα σούπα, το Give Me Fire! εσωκλείει πολλές ακόμα εθιστικές στιγμές. Πρώτη και καλύτερη το διαμαντάκι “Gloria” που προσωπικά αναγνωρίζω ως το καλύτερο τραγούδι του 2009 στο είδος του για την ωμή rock & roll διάθεση, το πάθος με το οποίο κοπανάει ο Samuel Giers τα κρουστά και το πάντα επίκαιρο θέμα (του ωραίου φύλου). Δεν θα επιχειρήσω να μιλήσω λεπτομερώς και για άλλα τραγούδια, εφόσον το πιθανότερο είναι να αναλωθώ σε προσωπικές απόψεις και πάθη τα οποία έχω αναπτύξει με το καθένα από αυτά – πράγμα που καθόλου δεν απασχολεί εσάς, όσους δεν έχετε ακούσει τα τραγούδια. Ξέρω όμως ότι σας απασχολεί το ότι ο δίσκος – στην έκταση μίας ώρας και δώδεκα λεπτών – θα σας δώσει αφορμές για χορό, δικαιολογίες για ενθουσιασμό, τεκμήρια ταλέντου, στιγμές ψυχολογικής αιώρησης και, το βασικότερο απ’ όλα, απτούς λόγους να πατήσετε το «απαγορευμένο κουμπί» (στο repeat αναφέρομαι)...

Πολλοί βιάστηκαν βέβαια να βαφτίσουν τους Mando Diao ως μια φτηνή σουηδική απομίμηση των Strokes. Ενώ όμως οι τελευταίοι παρουσιάστηκαν ως εναλλακτικοί πρωτοπόροι πίσω στο 2001, αν και συγκροτήματα με παρόμοιες ανησυχίες είχαν ήδη εκδώσει δίσκους (Hives, Vines, Greenhornes, Detroit Cobras και White Stripes), η ποιότητα των δίσκων τους λαβώνεται με μαθηματική ακρίβεια σε κάθε καινούργιο τους βήμα. Αντίθετα, οι Mando Diao φτάνουν στην ώριμη επιτυχία του Give Me Fire! (πέμπτος δίσκος) με το να τοποθετούν τον πήχη ψηλότερα σε κάθε τους δουλειά και να πειραματίζονται με τον ήχο τους. Έτσι, αν και γενικά δεν υποστηρίζω συγκρίσεις τέτοιου είδους, βρίσκω άδικο να θεωρούνται ως απομιμήσεις. Το Give Me Fire! αποτελεί μουσική λιχουδιά απ’ τις λίγες φέτος, ειδικά για έναν χώρο που έχει πια κουραστεί απ’ το junk food...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured