Εκ των κυριότερων λόγων για το ηχητικό καρακιτσαριό της δεκαετίας του ογδόντα υπήρξε η ανακάλυψη και η άτσαλη προσπάθεια ενσωμάτωσης της τεχνολογίας απ’ το mainstream της εποχής, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών απ’ τις δεινοσαυρικές φιγούρες του σκηνικού. Η βιομηχανία προφανώς αναζητούσε το επόμενο τελικό προϊόν προς μαζική κατανάλωση εκεί και τότε – ως συνήθως δίχως πολλές έννοιες για τη διαδικασία παραγωγής του – ενώ φτασμένοι καλλιτέχνες έτρεχαν πανικόβλητοι φοβούμενοι μην τους προσπεράσουν οι εξελίξεις. Αποτελέσματα: ολίγον από πασάλειμμα, συνταγογραφία, κόπιες και λοιπά ζητήματα ομογενοποίησης. Άτιμο πράμα το σίνθι στα κουμάντα του…

Ο Miles Davis ο ίδιος, για παράδειγμα, ύστερα από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες στο χείλος της πρωτοπορίας (απ’ τη γέννηση του cool μέχρι τα ηλεκτρικά του οράματα, κι όλα τα ενδιάμεσα βέβαια), έμελλε να φάει κόλλημα με το σεξουλιάρικο σινθοφάνκ του Prince. Παρακαλώ να μην παρεξηγηθώ, ο μαύρος πρίγκηψ αποτελεί προσωπική αδυναμία. Αλλά το θέμα έγκειται στο κατά πόσο στο That’s What Happened: Live In Germany ο μάστερ Davis μπορούσε να διαχειριστεί στα γεράματα ένα κόλπο απ’ τη φύση του τσίτα αρυτίδιαστο και μάλιστα νεότευκτης κωδικοποίησης. Το βέβαιο είναι πως το επιχείρησε, τόσο στο You’re Under Arrest όσο και στο Tutu με – αναμενόμενα – αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Κι έπειτα βγήκε στο δρόμο για τα περαιτέρω, με τη στάση στο Μόναχο να καταγράφεται στο εν λόγω DVD. Αφήνω κατά μέρος το παρδαλό του outfit και την εμφανή τάση να παίζει με την πλάτη σταθερά γυρισμένη στους παρευρισκόμενους – το μεν απλά δεν είναι του γούστου μου, το δε μέχρι και που το απολαμβάνω υπό ορισμένες συνθήκες – για να πιάσω τα αμιγώς ηχητικά. Όχι βέβαια πως οι λεπτομέρειες της εικόνας δεν κουβαλάνε το φορτίο τους. Η μπάντα, λοιπόν, μοιάζει στημένη με ζητούμενο ένα μοντερνίζον (ανάλογο της εποχής) γκρουβάρισμα: φορτωμένο ρυθμικό τμήμα, τον κύριο Joseph «Foley» McCreary σε κιθαρόμπασο δικής του κοπής, την απαραίτητη, όπως είπαμε, προσθήκη keyboards και τον Miles περισσότερο μαέστρο παρά παίκτη, να φυσάει σχεδόν όλο το βράδυ δωρικής λογικής φρασεολογία – με εξαίρεση το διάστημα λίγο πριν το πέσιμο της αυλαίας.

Και δεν λέω, κανείς τους δεν είναι τυχαίος, τη γκρούβα τη λαμβάνεις άμεσα μιας και ανακηρύσσουν έναρξη με ενεργοβόρο medley (“One Phone Call,” “Street Scenes” και “That’s What Happened”), ακόμα κι αν αυτή η νερωμένη έκφανσή της καταλήγει μάλλον ξέπνοη στ’ αυτιά σου. Με πρόχειρους υπολογισμούς, η όποια ορμή της σε βγάζει μέχρι το “Tutu”, όπου ο Miles Davis ανοίγει σεβαστών διαστάσεων χαραμάδα προς το μεγαλείο του, αφού πρώτα έχεις προσπεράσει με αγκομαχητά την ξεδοντιασμένη διασκευή στο “Human Nature” (του μακαρίτη του MJ). Κι εκεί που δηλώνεις έτοιμος να κάνεις την ειρήνη σου με τα εκτυλισσόμενα – ήτοι έχεις καταπιεί τη φλυαρία των εναλλασσόμενων αρχιπαικτών (εξαιρώ ευχαρίστως τον μπασίστα, σε καμία περίπτωση τον προαναφερθέντα…κιθαρομπασίστα) και το σίνθι της υπαίθριας αγοράς – σκάει το προσαρμοσμένο “Time After Time” της Cindy και παραδίδεις πνεύμα. Το κοινό υποδέχεται με πρωτόγνωρη για τη βραδιά ζέση το παρθενικό σόλο διαστάσεων του ήρωά του, μόνο που στην ουσία χειροκροτεί ένα άκαυλο δείγμα jazz του εστιατορίου.

Υ.Γ.1: Συμπεριλαμβάνεται μισάωρη συνέντευξη, η οποία διαθέτει τις αναλαμπές της, ξεκάθαρα ελέω Miles, κάπου ανάμεσα στην παράθεση της πιο βαρετής σειράς ερωτήσεων από καταβολής σύμπαντος, εκ μέρους Γερμανού δημοσιογράφου.

Υ.Γ.2: Όσον αφορά τυχόν σκληροπυρηνικούς, θεωρώ αυτονόητη την κατοχή του παρόντος, μιας και αποτελεί σημαντικό οπτικοαουστικό ντοκουμέντο της τελευταίας περιόδου του γκραντ μάστερ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured