ΟΚ. Εδώ είμαστε, σκέφτομαι. Κοιτώντας το εξώφυλλο του πρώτου άλμπουμ της σύμπραξης μεταξύ Boots Riley (The Coup) και Tom Morello (Rage Against The Machine, Audioslave & Nightwatchman), με τις κάνες από τα δύο οπλοπολυβόλα όπλα να ξεπροβάλλουν αντί ηχείων μέσα από ένα παλιομοδίτικο στέρεο, περιμένω να βρεθώ διάτρητος από μια ομοβροντία ηλεκτρικών κιθαριστικών πυρών, συνοδευόμενων από δηλητηριώδη, επαναστατικού περιεχομένου, φωνητικά. Κρίμα που σαράντα λεπτά αργότερα βρίσκομαι να χασμουριέμαι, αναπολώντας τον Zach De La Rocha και εκείνη την τεράστια μπάντα, τους Rage Against The Machine…

Οξύμωρο ίσως σαν γεγονός, καθώς τόσο ο Morello όσο και ο Riley έχουν δώσει τα εχέγγυά τους χρόνια τώρα, από τη δική τους μουσική σκοπιά ο καθένας, ως αριστεροί ακτιβιστές με έντονα επαναστατικό πολιτικό λόγο και τόνους από αντικαπιταλιστικό μένος. Σαν ιδέα μοιάζει λοιπόν ιδανικό ότι προχώρησαν σε μία κοινή μουσική αναζήτηση. Στην πράξη όμως το Street Sweeper Social Club τους αποδεικνύει εντελώς αταίριαστους. Ο Morello, ως γνωστόν, από το 1991 κι έπειτα «γεννάει» ακατάπαυστα σκρατσαριστά, σχεδόν εξωγήινα σόλο, καθώς και ριφάκια με βαρυμεταλικό όγκο και funky ευλυγισία. Ντύνοντας με ιδανικό τρόπο τα στακάτο ξεσπάσματα του De La Rocha στους Rage Against The Machine και (με λιγότερη επιτυχία) τις grunge μελωδίες του Chris Cornell στους Audioslave. Το ίδιο κάνει και στο Street Sweeper Social Club με μειωμένη όμως διάθεση για πρωτοτυπία και με μια αίσθηση επανάληψης διάχυτη καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Οι κιθάρες του απλά δεν δαγκώνουν πια με την ίδια λύσσα του παρελθόντος – άλλωστε πόσα χρόνια μπορεί άραγε κάποιος να ασελγεί πάνω στα τάστα μιας Stratocaster, χωρίς να επέλθει μια ελάχιστη δημιουργική κρίση;

Όσον αφορά το έτερον ήμισύ του, ο Boots Riley σε καμία περίπτωση δεν δείχνει να μπορεί να εναρμονιστεί με το ηλεκτρικό background που του προσφέρει ο Morello στο Street Sweeper Social Club ώστε να αναπτύξει τις στιχουργικές του ιδέες. Ως αποτέλεσμα καταλήγει να φωνάζει εφηβικά σλόγκαν του τύπου «Fight! Smash! Win!», ανήμπορος να αποτινάξει το hip hop περιβάλλον μέσα στο οποίο έμαθε να κινείται από τις αρχές των 1990s και δώθε. Και στα έντεκα στο σύνολο τραγούδια ο Riley ακούγεται υπερβολικά χαλαρός στην εκφορά του και δεν εκπέμπει τον δυναμισμό που θα ταίριαζε στην ενέργεια των ρυθμικών riff τα οποία τον συνοδεύουν. Η χημεία με τον Morello μοιάζει να μην υφίσταται πουθενά αλλού παρά στα χαρτιά και η σύγκριση με τον De La Rocha γίνεται αβίαστα, καταδικάζοντας το όλο εγχείρημα σε μία καρικατούρα των Rage… Άλλωστε, το άρτιο δισκογραφικό παρελθόν και των δύο μελών του πρότζεκτ – είτε αφορά στους Coup, είτε στους Rage Against The Machine, κρέμεται σαν άλλη Δαμόκλειος Σπάθη πάνω από τούτο το… «ντουέτο».

Από τη γενικότερη μετριότητα διασώζονται πάντως και κάποιες στιγμές, είτε στιχουργικές (όπως ο αρχικός λεκτικός «σιδηρόδρομος» του “Squeeze”), είτε υφολογικές (σαν τα ρομποτικά παλαμάκια στο “Clap For The Killers”, με το bluesy σόλο στο τέλος), είτε στιλιστικές (στο πιο cool και σύντομο “Promenade”). Δυστυχώς όμως δεν αρκούν. Αν σώνει και καλά χρειάζεστε μια πιο αριστερή μουσική πρόταση, προτιμήστε το περσινό EP των De La Rocha και John Theodore (Mars Volta), υπό την ονομασία One Day As Α Lion. Μπορεί να μην έχει κιθάρες αλλά έχει αυτό που πραγματικά λείπει από το Street Sweeper Social Club: Ψυχή!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured