Με σοκάρει το θάρρος του David Sylvian. Τραβώντας τελείως ξεκάθαρο δρόμο από τους υπόλοιπους της γενιάς του μετά τους Japan – αρχής γενομένης με το Brilliant Trees (1984) – βυθίστηκε με τα χρόνια σε όλο και πιο αφαιρετικό ήχο, κάτι που άλλοι το αποφεύγουν επιλέγοντας να ακολουθήσουν πιο ασφαλή μονοπάτια. Με σοκάρει επίσης η γύμνια με την οποία ξεκινάει το Manafon – ο τίτλος παραπέμπει σε ομώνυμο ουαλικό χωριό. Γιατί, κατ’ αρχήν, ο Sylvian κάνει πράξη αυτό για το οποίο μας προετοίμαζε πάρα πολύ καιρό. Φτιάχνει δηλαδή μελωδίες με τη φωνή του και τραγουδά πάνω σε σπασμένες φόρμες και σε γυμνά τοπία, τα οποία χρειάζονται τουλάχιστον μία δεύτερη ανάγνωση ώστε να βρεθεί η ενορχηστρωτική και νοητική δομή τους.

Μην μπερδευτείτε φέρνοντας στη μνήμη σας τους βερμπαλιστικούς ηχητικούς δρόμους του άλλοτε συνεργάτη του Robert Fripp, οι επαναστρώσεις ήχου του οποίου παρήγαγαν τελικά έναν μινιμαλισμό που μόνο ο εγκέφαλος μπορούσε να αντιληφθεί (διότι τα αυτιά ήταν από μόνα τους γεμάτα ήχο). Στο Manafon έχουμε μία πραγματική γύμνια. Γνωρίζω ότι έχω ξαναχρησιμοποιήσει τη λέξη πριν μερικές μόλις γραμμές, αλλά είναι πολύ βασικό να τονίσω ότι τη γράφω με σχεδόν ηδονική χροιά. Και αυτό γιατί η εστετίστικη άποψη και η βουδιστική εμμονή τη μεσσιανικής πορείας του Sylvian βρίσκεται εδώ μπροστά σε ένα νέο σύνορο. Το καταμαρτυρεί και ίδιος στην απαρχή του Manafon και στις πρώτες σειρές των στίχων του “Small Metal Gods”: «It’s a new frontier for me». Σύνορο το οποίο και καταλύει.

Είναι άξιο απορίας πού θα πάει ο πιο καλαίσθητος ίσως άντρας της μουσικής μετά από αυτό τον δίσκο. Και το λέω αυτό διότι όταν καταφέρνεις να αφηγείσαι/τραγουδάς τις δικές σου pop ιστορίες πάνω σε ένα φρακταλικό φλαμέγκο (“The Rabbit Skinner”), πάνω σε μία θαρρείς χαμένη παρτιτούρα του Στοκχάουζεν (“The Greatest Living Englishman”), πάνω σε βουδιστικά μαδριγάλια (“Emily Dickinson”) ή πάνω σε τυχαιότητες χορδών σοφά παιγμένες από τις τρεις εκπληκτικές ομάδες μουσικών που τον πλαισιώνουν, τι μέλλει άραγε να ειπωθεί; Ποιο θα είναι το επόμενο δισκογραφικό σου βήμα, όταν στο Manafon τιθασεύεις στρώσεις και παραμορφώσεις ήχου, φτάνοντας σε μία οργανωμένη σχεδία πλεύσης που οι περισσότεροι από το σινάφι σου θα τη βύθιζαν στις πρώτες φουρκέτες του ποταμού; Επαναλαμβάνω – και επεκτείνομαι – για τους εκπληκτικούς μουσικούς οι οποίοι συνοδεύουν εδώ τον Sylvian στην επανατοποθέτηση του αισθητικού πήχη του πειραματικού ήχου απέναντι στην pop. Ανάμεσά τους βρίσκονται ο Evan Parker στα σαξόφωνα, βρίσκεται το λάπτοπ και η κιθάρα του Christian Fennesz, ο κλασικότροπος αλλά σοφά κεντραρισμένος John Tilbury, ο εξαιρετικός Marcio Mattos στο τσέλο, ο Otomo Yoshihide σε turntables και ακουστικές κιθάρες και ο – οι συστάσεις περιττεύουν – Toshimaru Nakamura.

Η φωνή του David Sylvian ακούγεται στο Manafon πιο κοντά στο αυτί του ακροατή περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ο αφηγηματικός μάλιστα τρόπος που διαλέγει για να «τραγουδήσει» επιτείνει την αίσθηση της μοναδικότητας, σαν ο δίσκος να έχει φτιαχτεί για να βρει το δικό του συναισθηματικό μονοπάτι ανάλογα με τον ακροατή/δέκτη. Η καθαρότητα επίσης της στιχουργικής και της ποιητικότητας του Sylvian – που παραπέμπει σε μία ακόμα ουαλική αναφορά, στα ποιήματα δηλαδή του Ronald S. Thomas – φτάνει εδώ σε μεγαλύτερες κορυφές ακόμα και από τα ίδια τα όρη στα οποία έχει ανέβει ο καλλιτέχνης σε προηγούμενες καταθέσεις του. Συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ενός πολλαπλών αναγνώσεων και ακροάσεων δίσκου, ο οποίος – να που ο Sylvian ηχεί πιο σύγχρονος από τους περισσότερους μεταγενέστερούς του – φέρνει τον πειραματικό κόσμο πιο κοντά στους πολλούς, δείχνοντας δρόμους και σπάζοντας ταμπού μαζικότητας επιβεβλημένα ίσως σε προηγούμενα χρόνια, μα αναχρονιστικά καθώς βιώνουμε το φινάλε της πρώτης δεκαετίας ενός νέου αιώνα.

Το Manafon ενδείκνυται αποκλειστικά για προσωπικές ακροάσεις. Και μόνο για ακροάσεις. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση (αυτοκίνητο, συζήτηση, σαν ηχητικό φόντο ενόσω κάνουμε κάτι άλλο) ο δίσκος σκυλεύεται και χάνει τα άρωμά του. Παρεκτός και μας περιμένουν ακόμα μεγαλύτερες εκπλήξεις – με άξονα όχι το ποιος βγάζει καλούς δίσκους, αλλά το ποιος επανατοποθετεί τα γνωστά όρια – έχουμε εδώ τον κορυφαίο δίσκο για το 2009. Έχω μείνει έκθαμβος...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured