Μια καλή κριτική, λένε, οφείλει να επικεντρώνεται στις «αντικειμενικές» αλήθειες και στην εγκυρότητα της παρουσιαζόμενης άποψης. Οι λέξεις της πρέπει να στοχεύουν στην ανάδειξη αυτής της εγκυρότητας και όχι μόνο στην προσωπική άποψη. Με κάποιους δίσκους, όμως, η αναζήτηση αυτή μοιάζει – ως διαδικασία – να ωχριά μπροστά στην προσπάθεια εξιστόρησης της πορείας του δίσκου από τα αυτιά κατευθείαν στην ψυχή. Γιατί υπάρχει μουσική η οποία δεν σταματάει να τριγυρίζει στο εσώτερο είναι σου, μέχρι να βρει τη συνειδησιακή βάση και να εγκατασταθεί εκεί. Μόνιμα. Μουσική που σε κάνει δηλαδή να συνειδητοποιείς την πραγματική δύναμή της ως μέσο έκφρασης, ως δίαυλου επικοινωνίας μεταξύ καλλιτέχνη και αποδέκτη. Και το Here I Am των Groundation διαθέτει κάμποση από αυτή τη δύναμη. Ή σωστότερα την διατηρεί, συγκριτικά με τον προηγούμενο δίσκο τους – το Upon The Bridge.

Τρία χρόνια μετά το τελευταίο, οι Groundation μοιάζουν πιο σίγουροι από ποτέ για τον δρόμο τους. Μοιάζουν σίγουροι ότι αυτός θα τους οδηγήσει στην προσωπική τους Σιών ή έστω ότι είναι αυτός που οι ίδιοι σηματοδοτούν ως «σωστό» – μουσικά και κοινωνικά. Η σιγουριά ίσως δικαιολογεί και τη χρησιμοποίηση λιγότερων δραματουργικών στοιχείων: υπάρχει λιγότερη ένταση στην έκφραση των συναισθημάτων σε σχέση με το Upon The Bridge. Ό,τι όμως χάνουν σε ένταση και σε συγκίνηση, το κερδίζουν σε διαύγεια, τόσο από συνθετική, όσο και από στιχουργική, αλλά κυρίως από εκτελεστική άποψη. Οι Groundation διατηρούν λοιπόν στο Here I Am και κάτι ακόμα: τη δυαδικότητα του χαρακτήρα της μουσικής τους. Αυτή που τους επιτρέπει να παίρνουν την ουσία της reggae και την πνευματικότητα των διδαχών του ουμανισμού (οι οποίοι υπάρχουν μέσα στην κουλτούρα των Rastafari) και να τα βουτούν σε μια μικρή μόνο δόση από την εκφραστικότητα των «φυσημάτων» του John Coltrane (εν παραδείγματι). Να εμποτίζουν με άλλα λόγια στη roots reggae μουσική τους λιγάκι από το ελεύθερο jazz πνεύμα. Μια διεργασία μάλλον οφειλόμενη στα γονίδια της μπάντας, άσχετα αν η παρουσία της έγινε εμφανής σταδιακά – περίπου ως ένας αόρατος μηχανισμός ωρίμανσης του μουσικού αποστάγματός τους από το 1998 και έπειτα. Οι Groundation έχουν ουσιαστικά ψυχή μιας jazz ορχήστρας παγιδευμένη σε ένα reggae κορμί!

Jazz λοιπόν δομές διεισδύουν σε ένα reggae περιβάλλον (βοηθάει φυσικά σε αυτό η jazz παιδεία αρκετών μελών των Groundation). Στο “Run The Plan” από τη δυομισάλεπτη περίπου jazzy εισαγωγή γεννιέται ένα απόλυτο reggae κομμάτι, ενώ ακόμα πιο εύγλωττο γίνεται αυτό στα πέντε περίπου λεπτά του “Walk Upright”: πρόκειται για την πρώτη ορχηστρική σύνθεση των Groundation, εξελισσόμενη γύρω από το τρίλεπτο περίπου σόλο του εκπληκτικού (και εδώ) Marcus Urani στα πλήκτρα. Ο συγκερασμός reggae και jazz αποτελεί πλέον βασικό δομικό συστατικό του δημιουργικού τους χαρακτήρα και ως τέτοιο εμφανίζεται σχεδόν παντού. Παράλληλα, τα μηνύματά τους είναι πεντακάθαρα. Συνεισφέρουν τα μέγιστα εδώ οι εξαιρετικοί – για ακόμα μία φορά – στίχοι του τραγουδιστή τους Harrison Stafford. Στίχοι οι οποίοι συνιστούν μια ενδελεχή κοινωνική κριτική, στοχευμένη κυρίως στη ματαιοδοξία που αποπνέει η σημερινή καταναλωτική κοινωνία, είτε αυτή εκφράζεται από εμάς τους «απλούς» ανθρώπους, είτε από τους ηγέτες μας. Εκτός όμως από την κριτική οι Groundation εκφράζουν και μια διέξοδο ελπίδας. Γιατί υπάρχει ελπίδα, αν επιτέλους συνειδητοποιήσουμε ότι η ομορφιά αυτού του κόσμου κρύβεται στην απλότητά του, στην ίδια την ύπαρξη, ότι τελικά υπάρχει μέσα μας.

Και από εκτελεστικής όμως άποψης οι Groundation αποδεικνύονται ικανοί να μεταφέρουν όλα τα παραπάνω με μεγάλη επιδεξιότητα. Αυτό γίνεται με τις εξαιρετικές ερμηνείες – τόσο του Stafford και των Kim Pommel και Stephanie Wallace (που δεν μένουν μόνο στα δεύτερα φωνητικά, αλλά παίρνουν και τις απαιτούμενες πρωτοβουλίες), όσο και του Pablo Moses, ο οποίος τραγουδάει στο “Time Come” – με τις ευφυέστατες μπασογραμμές του Ryan Newman, με το κοφτό παίξιμο των πλήκτρων από τον Urani ή με τις εμπνευσμένες jazzy στιγμές των Kelsey Howard, David «Diesel» Chachere και Dr. Jason Robinson στα πνευστά. Ας σημειωθεί επίσης το άψογο «δέσιμο» του Newman με τον νέο drummer Te Kanawa «Rufus» Haereiti, ο οποίος αναδεικνύεται σε επάξιο διάδοχο του αποχωρήσαντα Paul Spina, φέρνοντας στη μπάντα έναν προσωπικό συνδυασμό jazz παιδείας και πολυνησιακής ρυθμικής παράδοσης.

Δεν θα επεκταθώ σε συγκεκριμένα τραγούδια για να στηρίξω τη σχεδόν αποθεωτική βαθμολογία του Here I Am. Όχι μόνο γιατί βρίσκω δύσκολο το ξεδιάλεγμα, αλλά και γιατί πρόκειται για έναν δίσκο κατασκευασμένο ως σύνολο – ο οποίος, μαζί με τον προκάτοχό του βέβαια, παρέχει όλα τα εχέγγυα και τις δικαιολογίες που απαιτούνται για να υποστηρίξεις ότι ένα γκρουπ είναι «μεγάλο». Παραδέχομαι βέβαια ότι το Here I Am ίσως να μην ηχεί τόσο αποκαλυπτικά και συγκλονιστικά καλό όσο το Upon The Bridge, είναι όμως αφοπλιστικά όμορφο και διαυγές. Πρόκειται, όπως δηλώνουν μέσω του τίτλου και οι ίδιοι οι Groundation, για μια διακήρυξη παρουσίας και ταυτόχρονα μια δέσμευση για πράξη.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured