Το ζητούμενο ενίοτε στην ακρόαση ενός δίσκου δεν είναι τι θέλει να πράξει ο δημιουργός του με αυτό, αλλά τι θέλει ο εκάστοτε ακροατής να διδαχθεί/αφομοιώσει/ενστερνιστεί ακούγοντάς τον. Εξάλλου, από τη στιγμή που το δημιούργημα φεύγει από τον δημιουργό και εκδίδεται, αποκτά την ολόδική του διάσταση, καθιστάμενο ανοικτό σε κάθε ερμηνεία και προσωποποίηση. Τα γράφω αυτά διότι το Ostara – το δεύτερο άλμπουμ των Wishing Tree, side project του κιθαρίστα των Marillion Steve Rothery – με έβαλε σε σκέψεις. Στις οποίες δεν αμφισβητώ βέβαια ότι μπορεί να σε βάλει κάθε δίσκος με στοιχειώδες, έστω, καλλιτεχνικό ενδιαφέρον – αλλά ως γνωστόν το κάθε τι έχει τη δική του ώρα και στιγμή μετουσίωσης. Η ερώτηση, τύπου Σφίγγας, την οποία υπέβαλα λοιπόν στον εαυτό μου είναι η εξής: Αν το Ostara είχε βγει στις αρχές των 1990s ή έστω πιο κοντά χρονικά στον προκάτοχό του (το Carnival Of Souls του 1996) μήπως θα πρόσεχα περισσότερο την περίπτωση των Wishing Tree; Τουτέστιν, πόσο μεταβάλλονται άραγε οι εκτιμήσεις μας από τον περιρρέοντα χώρο όπου ζούμε και από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες;

Σας φαίνονται υπερβολικά αυτά. Όχι, ανταπαντώ, σε μια πιθανή σας κατάφαση, διότι θα προτάξω πως το Ostara είναι ένας καλοφτιαγμένος δίσκος, του οποίο το «άρωμα», αν και σύγχρονο σε επίπεδο κατασκευής, απηχεί όχι μόνο μία κλασικίζουσα ροή από το αγγλικό rock (όπως αυτό διαμορφώθηκε προς μίσος του punk), αλλά παράλληλα διαθέτει και μία ολοφάνερη κατεύθυνση προς ό,τι πολλοί στις ημέρες μας ακολουθούν ως λογική. Μία στροφή δηλαδή προς το μεταφυσικό, όπως αυτό εκφράζεται με μορφώματα του ηχητικού φάσματος ριζωμένα σε παραδοσιακές λογικές ήχου – όπως η folk στην προκειμένη. Αλλά είναι το Ostara ένας folk ηλεκτρικός δίσκος; Όχι περισσότερο από ότι κάποιες κυκλοφορίες των Marillion. Και επειδή αυτό δεν είναι επιχείρημα δισκοκριτικής θα προσθέσω ότι τη folk λογική θα την απαντήσετε σε μονοπάτια του δίσκου τα οποία έχουν να κάνουν περισσότερο με τη φωνή της Hannah Stobart. Φωνή όχι αναλόγως αιθέρια της μορφής της και σαφέστατα μη προκρινόμενη στις προτιμήσεις όσων θέλουν βραχνάδα και κωλοπετσωμένες γυναικείες ερμηνείες. Για την ακρίβεια, προσωπικά βρίσκω τη Stobart ενίοτε υπερβολική στη ρολίστικη διάσταση του ερμηνευτή – χωρίς πάντως αυτό να αποτελεί μομφή για τις φωνητικές της δυνατότητες, αναφέρομαι στο ερμηνευτικό κομμάτι.

Ο Rothery, από την άλλη, ακολουθεί έναν λίαν συμπαθητικό δρόμο, όπου οι κλασικές φλοϋδικές (όχι φροϋδικές) του εμμονές συνδυάζονται με μία λιτότητα εκφοράς στην κιθάρα, χωρίς περιττά σόλο, δημιουργία αιθέριου κλίματος κλπ. Στα συν δε του Ostara θα πρέπει επίσης να συμπεριλάβω την ύπαρξη ενός πραγματικά θαυμάσιου τραγουδιού, του “Fly”. Στα αρνητικά θα αναφέρω επιπλέον την ηχητική επεξεργασία των δεύτερων φωνητικών, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι για το αν πρόκειται για κομπιουτερίστικα αποκυήματα ή κακώς επεξεργασμένα φυσικά φωνητικά. Άνισος δίσκος, ο οποίος πάντως έχει και τις ενδιαφέρουσες στιγμές του, ακόμα και αν δεν είστε fan των Marillion.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured