Ομολογώ ότι όταν πρωτοείδα τον δίσκο-ντεμπούτο της Youn Sun Nah, ενδιαφέρθηκα να τον ακούσω διότι οι Κορεάτες τα τελευταία 15 χρόνια – ένεκα της τελειομανίας τους και στην προσπάθειά τους να ανταγωνιστούν τους Ιάπωνες – έχουν κάνει θαυμαστά βήματα στην κλασικίζουσα και jazz μουσική. Κατά δεύτερον, κοιτώντας τους συντελεστές του Voyage και διαπιστώνοντας ότι έχουν βάλει το χέρι τους Σκανδιναβοί, με έζωσαν τα φίδια. Η εμπλοκή των τελευταίων είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι. Γιατί η καθαρότητα της νότας τους μπορεί να καταποντίσει ή να αποθεώσει έναν δίσκο, και αυτό δεν έχει να κάνει με το ύφος του τελευταίου, αλλά με τη χημεία που δένει τους session μουσικούς, τους συνθέτες και τους παραγωγούς με τον εκάστοτε καλλιτέχνη. Κατά τρίτον, όταν έβαλα το Voyage για πρώτη φορά να παίξει δεν του έδωσα την απαραίτητη προσοχή. Νόμιζα ότι έχω να κάνω με (άλλη) μία αοιδό που κάνει (άλλο) ένα άλμπουμ με συνθέσεις χαμηλόφωνης φωνητικής jazz – το πιο βαρετό είδος. Κάτω από συνθήκες μάλιστα, ακόμα πιο βαρετό και από έναν δίσκο με πόλκες.

Παρατήρησα βέβαια ότι η Nah είχε γράψει η ίδια μερικές από τις συνθέσεις. Γι’ αυτό και έδωσα μετά από δύο ημέρες μία δεύτερη ευκαιρία και μάλιστα με (καλά) ακουστικά. Η αλλαγή της τοποθέτησης μου απέναντι στο Ταξίδι της Nah αποδείχθηκε τότε παραπάνω από προφανής. Ακολούθησε και τρίτη ακρόαση (σχεδόν καπακωτή) και να που το άλμπουμ βρέθηκε για τρεις περίπου εβδομάδες μέσα στην πεντάδα αγαπημένων δίσκων του μήνα. Και ποιος ο λόγος, κατ’ αρχήν, της μεταστροφής; Στα σίγουρα το Voyage χρειάζεται καθαρή ανάγνωση του ήχου του και όχι να χρησιμοποιηθεί ως καμβάς για κάποια άλλη ενασχόληση. Η φωνή δε της Youn Sun Nah είναι θαυμάσια. Ναι ξέρω, πολλές οι καλές φωνές, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση έχω να προσθέσω μερικά στοιχεία – και μάλιστα πέρα από τον χώρο του υποκειμενικού. Οι νότες τις οποίες πιάνει η Nah αλλά και το sustain αυτών είναι μοναδικό, δεν απαντάται εύκολα. Πρόκειται για αποτέλεσμα κατασκευής των φωνητικών της χορδών αλλά και (σωστής και επίμονης) εξάσκησης. Επίσης αυτή η κυρία, αν και τραγουδάει στα Αγγλικά, δεν ακούγεται σαν να προσπαθεί να μιμηθεί την προφορά. Κατασκευάζει αντιθέτως μία συναισθηματική φωνή, οι μουσικές επιρροές της οποίας είναι αμερικάνικες (ένεκα jazz) αλλά ο συναισθηματισμός της ανατολίτικος – ευδιάκριτα τα καμπανωτά σχεδόν «ι», όσα παραπέμπουν σε αυτές τις θάλασσες.

Η Nah είχε επίσης την τύχη να έχει ανάμεσα στους καλούς μουσικούς που την πλαισιώνουν έναν εξαίρετο κιθαρίστα. Ακούστε τη δουλειά του Ulf Wakenious στο “Please, Don’t Be Sad”, πρόκειται για πολύ χτυπητό παράδειγμα προσωπικού ήχου με λιτότητα και χροιά, που άλλος ίσως θα τη χειριζόταν ώστε να παράγει ανοσιούργημα wah-wah funk υφής, αλλά που στην προκειμένη ακούγεται σαν μία καλή αφομοίωση του Mark Ribbot. Παραδειγματικός και ο Mathias Eick στην τρομπέτα. Η φωνή της Youn Sun Nah, όπως είπα και παραπάνω, είναι θαυμάσια και το απίστευτο είναι ότι γίνεται φανερό πως διαθέτει και άλλα περιθώρια προόδου και εξερεύνησης. Να πούμε δε για τους φανατικούς συλλέκτες διασκευών του Tom Waits ότι με το Voyage θα αποταμιεύσουν μία διασκευή στο “Jockey Full Of Bourbon”. Να μην ξεχάσω όμως και τη διασκευή στο “Frevo” του Egberto Gismonti. Θα σταθώ τέλος και στο ότι όχι μόνο η ηχογράφηση έγινε μέσα σε τρεις ημέρες (αυτό αποτελεί κλασικό όριο χρόνο για jazz δίσκους), αλλά και η μίξη και το mastering. Μήπως πρέπει να πάρουμε μία συνέντευξη από τον Lars Danielsson για το Avopolis;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured