Μου αρέσουν οι αμερικάνικες folk μπάντες. Ιδίως αν προέρχονται από την Alabama και διακατέχονται από μια μη επιτηδευμένη προσέγγιση έναντι στα μουσικά δρώμενα. Τέτοια περίπτωση αποτελούν και οι Pine Hill Haints, που αισίως κοντεύουν να κλείσουν δέκα χρόνια στη μουσική βιομηχανία. Δεν είναι μόνο ότι η τραγουδοποιΐα και το folk/bluegrass στυλάκι της αμερικανικής υπαίθρου έχουν επανέλθει στον δημιουργικό άξονα/προορισμό των διαφόρων indie σχημάτων (ως εκ τούτου η σχέση μου με διάφορα indie συγκροτήματα είναι πολύ περιορισμένη). Είναι περισσότερο ότι μπάντες όπως οι Pine Hill Haints σε κάνουν να βουτάς στην πολιτιστική ιστορία προηγούμενων αιώνων.

Στον δέκατο λοιπόν δίσκο τους To Win Or To Lose, η παρέα που περιγράφει τη μουσική της ως «μουσική-φάντασμα» (κυρίως λόγω της χρήσης νεκρών μουσικών οργάνων της αμερικανικής παράδοσης) δημιουργεί άλλο ένα ολοκληρωμένο αισθητικά αποτέλεσμα. Η βουτιά στην ιστορία έγκειται εδώ – πέραν της δημιουργικής αναβίωσης της μελωδικής παράδοσης του Νότου – στη δημιουργία ενός γεμάτου δίσκου, ο οποίος ξεφεύγει από τα συνηθισμένα αγγλοσαξονικά στερεότυπα. Ενώ δηλαδή συνυπάρχουν το folk/bluegrass στοιχείο με τις rock ‘n’ roll εξάρσεις και τον blues ρυθμό, η παράδοση θριαμβεύει σαν να μη πέρασε ποτέ ο χρόνος από την εποχή όταν οι καουμπόι όργωναν ανεξερεύνητα μονοπάτια, τα οποία οι προκάτοχοί τους με πολύ κόπο (καμιά φορά και αβρότητες βέβαια) απέκτησαν. Ιδιαίτερα η διασκευή του “The Ranger’s Command” (ερμηνευμένο από τον Woody Guthrie μέχρι τη Joan Baez) στέκεται πέρα από κακούς καουμπόι και γενοκτονίες Ινδιάνων, εστιάζοντας σε αυτό τον απελπισμένο, πλην ακλόνητο, τρόπο ζωής του ανθρώπου ο οποίος απειλείται με αφανισμό λόγω της πρώιμης φάσης της βιομηχανικής επανάστασης.

Οι συνθέσεις των Pine Hill Haints, πλούσιες σε ενορχηστρώσεις οργάνων «νεκρών» σήμερα όπως η σκάφη (ναι, ναι, αυτή όπου πλένανε οι γιαγιάδες μας τα ρούχα!) και το «μπάσο gut» (αυτοσχέδιο μπάσο της αμερικανικής υπαίθρου) ξεχωρίζουν για τη σχεδόν μπαρτονική, θα την ονόμαζα, διάθεσή τους. Μιλάω δηλαδή για μια ατμοσφαιρικότητα που δεν επικεντρώνεται στο στοιχειωμένο και γκροτέσκο με την υπερφυσική/τρομακτική φύση του θανάτου, αλλά συνδέοντάς το άρρηκτα με τη ζωή και τη μνήμη του παρελθόντος. Τα μουσικά σημεία αναφοράς των Pine Hill Haints πολλά (χωρίς κάτι κυρίαρχο να χαρακτηρίζει τον ήχο) και η αισθητική καλά δεμένη και στα δεκαέξι τραγούδια του To Win Or To Loose. Τα συναισθήματα και ο έντονος ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του ήχου αποπνέουν εξάλλου μια χαρακτηριστική θέρμη.

Η φωνή του Jamie Barrier, με το χαρακτηριστικό τρέμουλο στη χροιά, στέκεται, όπως και σε προηγούμενες δουλειές του group, σε υψηλά επίπεδα ερμηνείας, δίνοντας το χαρακτηριστικό «στοιχειωμένο» συναίσθημα, όπου απαιτείται. Οι στίχοι δε των Pine Hill Haints συνοψίζουν όσα ακριβώς αναφέραμε πιο πάνω, με αμεσότητα και έναν πηγαίο λυρισμό: στον δίσκο θα ακούσετε έτσι ανείπωτες ιστορίες για εκδικητικά «παιδιά-αράχνες», για χαμένα κορίτσια, για μπουρδέλα με χήρες και για τυχοδιώκτες μα ρομαντικούς καουμπόι. Σαν να ανοίγεις τα άπαντα του Νικολάου Πολίτη ένα πράγμα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured