Το Octahedron είναι η πέμπτη δισκογραφική δουλειά των Mars Volta και εικάζω ότι τους έχει ήδη φέρει αντιμέτωπους με έναν σημαντικό αριθμό οπαδών τους (της πρώτης κυρίως περιόδου). Όμως ο ένας εκ των δύο οδηγών του μουσικού αυτού οδοστρωτήρα, ο αξιότιμος Omar Rodriguez Lopez, το είχε ήδη δηλώσει από την κυκλοφορία του Bedlam In Goliath: «Ο επόμενος», είχε πει, «θα είναι ο ακουστικός μας δίσκος». Και αμαρτία ουκ έχει!

Ακουστικός, βέβαια, είναι ο δίσκος μόνο για τα αυτιά του Lopez. Άλλωστε ένας άνθρωπος ανδρωμένος μουσικά στους μεγάλους At The Drive-In και ενηλικιωνόμενος με τις δαιδαλώδεις και θορυβώδεις συνθέσεις των Mars Volta δύσκολα θα το γυρίσει στο folk, ας πούμε. Βεβαίως δεν κρίνεται ως προς αυτό η επιτυχία (ή μη) του Octahedron. Απλώς εδώ παρατηρούμε μια διαφορετική οπτική σε σχέση με το παρελθόν της μπάντας. Παρατηρούμε δηλαδή μεγαλύτερη έμφαση στις ήρεμες στιγμές, όπως και μια άλλη ματιά στα δυνατά σημεία – τα οποία μοιάζουν επεξεργασμένα, φιλτραρισμένα σχεδόν, μέσα από ένα νέο πρίσμα. Η εκκωφαντική και φλύαρη (ως έναν βαθμό) συνθετική του Lopez σχεδόν εγκαταλείπεται, δίνοντας τη θέση της σε πιο συναισθηματικά θέματα, που εστιάζουν σε μέρη τα οποία στο παρελθόν δεν έβλεπαν ιδιαίτερο φως. Να, ίσως, ο λόγος που πολλοί παλιοί φίλοι της μπάντας δεν τους γύρισαν ακριβώς τις πλάτες, αλλά δεν βγήκαν και στις πλατείες για να πανηγυρίσουν τον ερχομό του Octahedron. Και το στοίχημα του Lopez (ως συνθέτη), αλλά και όλων όσων συμμετέχουν στο σχήμα, είναι να αποδείξουν ότι υπάρχει ζωή πίσω από το ηχηρό προπέτασμα. Να δείξουν δηλαδή τους Mars Volta ως μπάντα που μπορεί να ανταποκριθεί σε διαφορετικές απαιτήσεις και από τα όρια της ψυχεδέλειας να βουτήξει στα έγκατά της με ευκολία, χρησιμοποιώντας παράλληλα τον δυνατό ήχο με μεγαλύτερη σύνεση από ότι παλαιότερα. Στοίχημα, το οποίο, κατά την προσωπική μου τουλάχιστον γνώμη, οι Mars Volta κερδίζουν με το Octahedron.

Μειώνοντας, λοιπόν, τις δυναμικές και τις ταχύτητες δημιουργείται ηχητικός χώρος ώστε τα στοιχεία που συνθέτουν το γκρουπ να μπορούν να αναπτυχθούν με μεγαλύτερη άνεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι βρίσκεται χώρος ακόμα και για τη σιωπή! Ο Lopez, άλλωστε, δεν διακρινόταν για τη μινιμαλιστική λογική του στη σύνθεση. Και για να δείξει έτσι τις διαθέσεις του αποφασίζει να ξεκινήσει το Octahedron με ενάμιση λεπτό απόλυτης (σχεδόν) σιωπής στο “Since We’ve Been Wrong”, μέχρι ο συνοδοιπόρος του Cedric Bixler Zavala με τη συνοδεία δύο κιθαρών (του Lopez και του John Frusciante) πάρει το τραγούδι από το χέρι μέχρι το πεντάλεπτο περίπου, όπου αναλαμβάνει το δυναμικό rhythm section. Σε ένα κομμάτι που κάποιος – όχι τόσο άδικα ίσως – μπορεί να χαρακτηρίσει ως χλιαρή μπαλάντα. Και αυτό αποτελεί ένα θέμα για το Octahedron. Ίσως επειδή οι ρυθμοί γίνονται πιο στρωτοί, ίσως γιατί υπάρχουν χαρακτηριστικά των Mars Volta τα οποία έχουν αμβλυνθεί ώστε πλέον δεν ακούγονται ημι-παρανοϊκά στον μέσο ακροατή, δίνεται κάπου η εντύπωση ενός δίσκου για πιο mainstream ακροατήρια. Δεν αντιλέγω ότι ίσως να ισχύει κάτι τέτοιο, γίνεται όμως με γνώμονα περισσότερο τη βουτιά στη 1970s ψυχεδέλεια παρά με κάποια στροφή σε οτιδήποτε το mainstream. Κάτι τέτοιο αποδεικνύει και η συνέχεια, με τα υπέροχα “Teflon” και “Halo Of Nembutals”, σε πιο στρωτούς ρυθμούς και με μια αισθητική παραπέμπουσα σε Tool δίχως το metal στοιχείο.

Ακούμε λοιπόν τους Mars Volta να καταπιάνονται με ό,τι μπορεί να σημαίνει progressive σήμερα – με μια πιο ψυχεδελική και σκοτεινή ίσως τάση. Το “Teflon” χρωματίζεται από τους στροβιλισμούς της κιθάρας και την εξαιρετική (κυρίως στο κολλητικό ρεφρέν) ερμηνεία του Zavala, ενώ στο “Halo Of Nembutals” – σίγουρα η καλύτερη στιγμή του δίσκου – όλα τα παραπάνω στοιχεία βρίσκουν την καλύτερη εφαρμογή τους: οι κιθάρες πλαγιοκοπούν τα αυτιά, αφήνοντας (κάπου στη μέση) το κεντρικό πεδίο ελεύθερο στο εξαιρετικό rhythm section, για να αποτελειωθεί κατόπιν η σύνθεση με ένα φοβερό – σχεδόν – σόλο εκ μέρους Pridgen. Σκυτάλη κατόπιν στο ακουστικό “With Twilight As My Guide” – αν και δεν λείπουν οι reverb-άτες κιθάρες στο φόντο – και ακολούθως στο single “Cotopaxi”, όπου οι Mars Volta θυμούνται τα παλιά. Άλλες στιγμές, π.χ. το “Desperate Graves”, βρίσκονται κάπου ανάμεσα στους δύο εαυτούς της μπάντας – διαθέτοντας τόσο την ψυχεδελική πινελιά, όσο και τα περίεργα μετρήματα και την κάπως «ασύμμετρη» συνθετική του Lopez. Το “Copernicus”, από την άλλη, στέκει ως η σαφώς πιο ήρεμη στιγμή του Octahedron: ναι μεν τραβάει περισσότερο από το ιδανικό (κοντά στα επτάμιση λεπτά), αλλά κρατάει το ενδιαφέρον με τα ηλεκτρονικά και τον συνδυασμό τους με το ψυχεδελικό στοιχείο.

Το Octahedron, λοιπόν, προκύπτει ως ένας αρκετά διαφορετικός δίσκος για τους Mars Volta. Και τους φέρνει σε μια οριογραμμή. Ένα βήμα δεξιά θα τους φέρει στην αγκαλιά ενός mainstream rock ήχου, ενώ ένα αριστερά θα τους βυθίσει σε μια ψυχεδελική θάλασσα με ατέρμονες, ίσως, αναζητήσεις. Αυτό όμως θα το δείξει το μέλλον. Προς το παρόν η ποιότητα της μπάντας, η συνθετική ενδελέχεια του Lopez, καθώς και η εξαιρετική παραγωγή με τις πεντακάθαρες χροιές και την εμφανή άποψη, βοηθάει τα μέγιστα ώστε το παραπάνω εκκρεμές να ισορροπεί προς την ψυχεδελική πλευρά του. Το Octahedron δεν ξεπερνάει τη μεγάλη στιγμή του γκρουπ – τον πρώτο δίσκο τους, De-Loused In The Comatorium – στέκει όμως αξιοπρεπέστατα πίσω του, γιατί δείχνει αυτήν την άλλη πλευρά των Mars Volta. Μια πλευρά η οποία ίσως ποτέ να μην είχε φανεί συνέχιζαν στον φρενήρη ρυθμό του παρελθόντος. Και παρόλο που συνήθως τα κομβικά σημεία σε μια πορεία δεν είναι ιδανικά για να στέκεσαι και να κοιτάς τη θέα, στο Octahedron αποτελούν τελικά μέρος της μαγείας του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured