Η Helena Costas γεννήθηκε στην Κύπρο, μεγάλωσε στο Λονδίνο και ανατράφηκε με γαλλικά, βιολί και μπόλικα παραμύθια. Η αδυναμία της στα παράξενα τοπία, στις νεράιδες και στους μεσαιωνικούς μύθους, την οδήγησαν στο να γράφει μουσική• η τύχη της στο να συναντήσει τον άνθρωπο που θα τη βοηθούσε να την κυκλοφορήσει: τον πασίγνωστο πλέον Danger Mouse.

Αφού λοιπόν ο Danger Mouse άκουσε τα πρώτα demo της, αποφάσισε ότι άξιζε τον κόπο να δώσει μια ευκαιρία τόσο στην Helena Costas, όσο και στον εαυτό του. Εκείνη θα εμπλούτιζε τα τραγούδια της με νέους ήχους κι εκείνος θα πειραματιζόταν σε διαφορετική πίστα απ’ ότι είχε συνηθίσει παλαιότερα με μουσικούς σαν τον Beck και τους Black Keys. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Joker’s Daughter, ένα κράμα folk, pop και electronica, μία μίξη βρετανικής παράδοσης και νεοϋορκέζικου ήχου, με 1960s ψυχεδελική ατμόσφαιρα και 00s αισθητική.

Στο πείραμα, που φέρει τον τίτλο The Last Laugh, η Costas ξεδιπλώνει ιστορίες για στοιχειά και δράκους, για φεγγάρια και αγάπες, μέσα από μια συχνά ακατέργαστη παγανιστική ματιά, η οποία δίνει σκοτεινό χρώμα σ’ ένα τοπίο που στην παιδική της ηλικία μπορεί και να ήταν αέρινο. Η έκπληξη έρχεται στο δεύτερο τραγούδι του δίσκου, όπου κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να τραγουδήσει σε σπασμένα (κυπριακά) ελληνικά:

«Tha fwtisei to feggari

sti diki mou tin kardia

kai tha ferei sti zwi mou

mia gia panta ti xara»

Το αποτέλεσμα δυστυχώς δεν τη δικαιώνει ούτε σε επίπεδο στίχου (όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος από το πιο πάνω παράδειγμα), αλλά ούτε και σε επίπεδο ερμηνείας, αφού ακούγεται σαν να έχει πάει στον οδοντίατρο και να έχει βάλει στο στόμα της εκείνο το εξάρτημα που διώχνει τα σάλια… Ο Danger Mouse, από την άλλη πλευρά, κάνει αξιοπρεπή δουλειά με τις ηλεκτρονικές παρεμβάσεις του, παρότι προτιμάει να μείνει στη σκιά και να αφήσει το προσκήνιο στο έτερο ήμισυ του σχήματος.

Τα ακουστικά όργανα μπλέκουν με synths, samplers και ελαφριά beats που παρεμβάλλονται διακριτικά την περισσότερη ώρα, ενώ οι μελωδίες ταξιδεύουν άλλοτε μέχρι την Ανατολή και άλλοτε στην Τζαμάικα, για να επιστρέψουν κατόπιν σε ατμόσφαιρες οι οποίες σε κάποιους ίσως θυμίσουν (αμυδρά) τους Pentangle και τους Fairport Convention. Σε κάποια σημεία σχετικά ευχάριστο, συνήθως όμως αρκετά αδιάφορο, το Last Laugh θα αντέξει σε μια-δυο ακροάσεις. Ύστερα όμως οι απαιτητικοί τουλάχιστον ακροατές θα αναζητήσουν πιο αυθεντικούς ήχους – έξω από τη λογική της άλλοτε εφετζίδικης κι άλλοτε ξενέρωτης εφηβείας της Helena.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured