Οι Sonic Youth συγκαταλέγονται στα μουσικά εκείνα σύνολα των οποίων η κάθε καινούργια δισκογραφική προσπάθεια έχει τελείως διαφορετικά στοιχήματα να κερδίσει από τα ανάλογα μιας συμβατικής μπάντας. Πάρτε για παράδειγμα τον χώρο της παραγωγής και μίξης: από τη στιγμή που οι Sonic Youth έθεσαν ένα τόσο δικό τους χρωματολόγιο για το πώς ακούγεται η μπάντα στο στούντιο, ούτε οι αφοσιωμένοι σε τέτοια ζητήματα δεν μπαίνουν πια στη λογική να κρίνουν τις τεχνικές ηχογράφησης και επεξεργασίας. Κάθε δισκογραφική κίνηση της μπάντας τη δέχεσαι ως έχει.

Το ίδιο ισχύει κατά μία έννοια και με τις συνθέσεις των Αμερικανών. Αρνούμενοι (ακόμα και όταν πειραματίστηκαν με πιο κλασικές μεθοδολογίες τραγουδοποιΐας – βλέπε Goo και αρχές της δεκαετίας του 1980 γενικότερα) να ενδώσουν στις σειρήνες του συμβατικού δρομολογίου όπως αυτό τέθηκε από τον Elvis και μέχρι τους Band, οι Sonic Youth – αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή, για να είμαστε ειλικρινείς – τον μανιερισμό, έκαναν ξεκάθαρο στο κοινό ότι για να μπορέσει να επικοινωνήσει με το έργο τους χρειαζόταν να δεχθεί τη στραβή οπτική τους πάνω στο rock ‘n’ roll. Γι’ αυτό και η τομή τους (κατακλυσμιαία στο αμερικάνικο rock) στη σφαιρική αντίληψη του σύγχρονου ήχου είναι ανάλογη με αυτή του Brian Eno: οι Sonic Youth επέδρασαν στον τρόπο που ο ακροατής ακούει τον ήχο, καθιστώντας σαφές ότι υπάρχει και άλλο τρόπος ανάγνωσης της νότας. Ακόμα και οι αρνητές τους αναγκάστηκαν έτσι να δεχθούν την ύπαρξή τους ως απόδειξη του διαφορετικού αναλογίου.

Οπότε τι μένει εν τέλει να ακούσουμε και να κρίνουμε σε έναν καινούργιο δίσκο των Sonic Youth, όπως το φετινό The Eternal; Δύο πράγματα. Το ένα είναι το κέφι τους. Η Ηχητική Νεολαία μπορεί να υπερηφανεύεται – διότι αποτελεί μεγάλο κατόρθωμα – ότι δεν έχει υπογράψει ούτε έναν δίσκο που να μπορεί να κατηγορηθεί ότι σέρνεται από βαρεμάρα και διεκπεραίωση. Από έμπνευση ναι – αλλά όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος. Στο Eternal η μπάντα βρίσκεται λοιπόν σε πολύ καλά κέφια και αυτό είναι προφανές: αβίαστα και χωρίς περιττολογίες ξεδιπλώνονται οι συνθέσεις του άλμπουμ και, αν και κάνουν προφανείς τις προθέσεις τους, κρατάνε ταυτόχρονα αμείωτη την περιέργεια για το πώς θα εξελιχθούν. Κάπως έτσι φτάνουμε στο δεύτερο σημείο προσοχής. Το πώς δηλαδή οι Youth αφομοιώνουν και εξερευνούν τις επιρροές τους. Υπήρξε άλλωστε από την αρχή σχεδόν της πορείας τους – όταν στον πρώτο χρόνο της δημιουργίας τους ξεμπέρδεψαν με την ανάγκη παραγωγής θορύβου χωρίς αιχμές δημιουργίας – απολαυστικό να ψάχνεις τα ακόρντα ή τις ενορχηστρωτικές αναφορές σε διάφορα σημεία του ηχητικού φάσματος που έχουν πέσει στην αντίληψη τους (και στην περίπτωση αυτής της μπάντας το φάσμα αυτό έχει τρομακτικά μεγάλο άνοιγμα).

Στην περίπτωση λοιπόν του Eternal είναι σχεδόν πρόδηλο το ενδιαφέρον της μπάντας να δουλέψει πάνω στο πώς εξελίχθηκε το εναλλακτικό American songbook στη δεκαετία του 1970 – και εννοώ τόσο την παρακαταθήκη των Velvet Underground στα 1970s, αφού το “Malibou Gas Station” θα μπορούσε να φιγουράρει στο (υπέροχο και υποτιμημένο) Loaded όσο και του (ποζεράτου) outlaw hard rock των Grand Funk Railroad: το σταθερό μπάσο στο “What We Know” βρίσκεται σχεδόν βουτηγμένο σε λευκή hard funk μελωδία, ενώ οι κιθάρες σολάρουν παρά τρίχα πάνω στην πεντατονική κλίμακα. Στο ίδιο μήκος κύματος και το “Anti-Orgasm”, που παραλίγο σε ένα παράλληλο σύμπαν να το είχαν γράψει οι συντοπίτες τους Mountain (του θρυλικού Felix Papalardi). Θαυμάσιο δε δείγμα της διαφορετικής pop λογικής τους αποτελεί επίσης και το και το αφιερωμένο στον μπήτνικ ποιητή Gregory Corso “Leaky Lifeboat”. Η φωνή της Kim Gordon διατηρεί πάντα αυτή την επιθετικότητα απέναντι στο οτιδήποτε κινείται, ενώ οι ερμηνείες του Thurston Moore έχουν (όπως πάντα) μία σαφέστατα πιο συναισθηματική χροιά στην προσέγγιση τους – ακόμα και όταν ο δυσθεώρητα ψηλός κιθαρίστας φτύνει σαρκαστικές ατάκες και στίχους.

Εν ολίγοις και εν τέλει, το Eternal είναι ένας δίσκος που θα ακούσουμε και μετά την έκδοση τους επόμενου Sonic Youth δημιουργήματος. Και αυτό γιατί είναι πλημμυρισμένο με ανόθευτη διάθεση για ποίηση μουσικής χωρίς τις χρονικές προσδέσεις της επιτυχίας ή της ηλικίας. Το γνωστό και αυτονόητο σχεδόν σαράκι δηλαδή, το οποίο κατατρώει μία μπάντα που βρίσκεται σχεδόν τρεις δεκαετίες επί των επάλξεων.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured