Κατανοώ την εσωτερική ανάγκη κάποιων να συγκρουστούν και να αποκαθηλώσουν τα εικονίσματα των ιερών αγελάδων του παρελθόντος για να πάνε παρακάτω το κόλπο. Όπως επίσης κατανοώ και την τάση εξωραϊσμού/παρελθοντολαγνείας κάποιων άλλων, όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω απ’ τους αγαπημένους τους «μεγάλους» της ιστορίας. Μόνο που δεν συμφωνώ με κανέναν τους. Οι μεν μοιράζουν αφειδώς αποθεωτικά σχόλια σε καθετί καινοφανές, πασχίζοντας να αναδείξουν τους δικούς τους ήρωες (λάθος σειρά γεγονότων ή μου φαίνεται;), ενώ οι δε επαληθεύουν με τον τρόπο τους την αρνητική χροιά των λεγόμενων «συναισθηματισμών». Ε, τους ενημερώνω όλους – τον καθένα για τα διαφορετικά ζητήματα που τον τυραννάνε – πως η ιστορία ΔΕΝ επαναλαμβάνεται. Ομολογώ πως πρακτικά θα μας βόλευε, αλλά προσωπικά βαριέμαι υπέρ του δέοντος εύκολα.

Το credit το οποίο αναγνωρίζω στους πολέμιους των λεγόμενων «δεινοσαύρων», είναι τα δίκια τους για το καταναλωτικό πανηγύρι που έχει στήσει γύρω απ’ τα εξαφανισμένα ερπετά η μουσική βιομηχανία. Μόνο τον Dylan, καλή ώρα, να πιάσουμε κατά την τελευταία δεκαετία, θα βαρεθούμε να διαβάζουμε διθυράμβους για τους γεροντικούς του δίσκους. Αφήστε τις διάφορες συλλογές, ημερολόγια, βιογραφίες, μπλούζες, κούπες και κάθε λογής παπαράκι περιωπής. Απ’ την άλλη, μέχρι και σήμερα – στα τελέματα των zeros - υπάρχουν εικοσάρηδες οι οποίοι τον ανακαλύπτουν και δεν αργούν να εισέλθουν σε fan boy περιοχές (been there…), όντας ικανοί να ακουμπήσουν ακόμα και δυο-τρία κατοστάρικα για να ακούσουν ένα γεροξούρα να μουρμουράει μια ντουζίνα όλα κι όλα τραγούδια. Αν μην τι άλλο, οι αισθητήρες τους λαμβάνουν κάτι άχρονο.

Επειδή, λοιπόν, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις παραφυλάει η ισοπέδωση, ας μην κάνουμε το λάθος να εντάξουμε απερίσκεπτα το The Roots Of Bob Dylan στη συνηθισμένη γραμμή παραγωγής. Ας μην ξεχνάμε πως μιλάμε για τον απόλυτο ανανεωτή του πλούτου της αμερικάνικης μουσικής παράδοσης, κι εντός της παρούσας συλλογής περιμένουν έξι δεκάδες τραγούδια μαζεμένα για υποστηρίξουν τη μεγαλόστομη δήλωση – τα περισσότερα απ’ τα οποία είτε έχουν διασκευαστεί κατά καιρούς απ’ τον Dylan, ή του έχουν χρησιμεύσει ως δημιουργικές αφετηρίες καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας του.

Ουσιαστικά πρόκειται περί μερακλίδικης συλλογής, που ανιχνεύει τα παρακλάδια του φαινομένου «American roots music» χρησιμοποιώντας ως συνδετικό κρίκο τον αρχετυπικό προ πολλού singer/songwriter. Λευκή και μαύρη Αμερική στο ίδιο καζάνι (το «melting pot» που λένε), απ’ τα προπολεμικά χρόνια μέχρι και τη δεκαετία του πενήντα. Απ’ τη Bessie Smith και τον Blind Lemon Jefferson, μέχρι τον Elvis και τον Johnny Cash, μέσω Robert Johnson και Woodie Guthrie – για να αναφέρω μερικούς απ’ τους πιο αναγνωρίσιμους εκ των πολλών θρυλικών «αναπαμένων». Απ’ το hillbilly και τα blues του Μισισιπή, στην country, τη folk και τέλος στο rock n’ roll. Απ’ τα «σουξέ» ακόμα και στις μέρες μας – λόγω δισκογραφικών και κινηματογραφικών συγκυριών - “Black Girl” του Lead Belly και “Man Of Constant Sorrow” (σε εκτέλεση των Stanley Brothers), μέχρι σχετικά άγνωστους πολύτιμους λίθους σαν το “Fixin’ To Die” του Bukka White.

Υ.Γ.1: Παίζει και συνοδευτικό των cd DVD με ειδήμονες, συνεντεύξεις, αναλύσεις, στοχασμούς κτλ.

Υ.Γ.2: Δεν είναι τρομερό το πώς οι Αμερικάνοι καταφέρνουν να προσεγγίζουν δημιουργικά την παράδοσή τους κι ύστερα να την εξάγουν ξανά και ξανά εις τον αιώνα – βλέπε Fleet Foxes σαν πιο πρόσφατο παράδειγμα;

Υ.Γ.3: Προειδοποιώ πως παρά τα περιλάλητα τεχνολογικά άλματα, σε όλες τις περιπτώσεις ανάλογων συλλογών τίθεται το ζήτημα της ποιότητας των ηχογραφήσεων.

Υ.Γ.4: Αν σας ενδιαφέρει το θέμα, λέω αν ρε παιδί μου, αναζητήστε την ιστορική Anthology Of American Folk Music του Harry Smith.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured