Πολλοί, πιθανόν, θυμάστε την κόντρα που υπήρχε μεταξύ του Graham Coxon με τον Damon Albarn στις τελευταίες μέρες των Blur (πριν φυσικά τη φετινή επανένωση). Η διαμάχη αφορούσε το ποιος είναι πιο σημαντικός για τον ήχο της μπάντας (εγώ είχα ταχθεί με το πλευρό του Albarn πάντως). Ο χρόνος (και το χρήμα – για τις κακές γλώσσες) όμως, θεωρείται ο καλύτερος γιατρός, οι διαφορές των δύο ξεπεράστηκαν και οι Blur (όπως και τόσοι άλλοι άλλωστε), επανασυνδέθηκαν, αρχικά για μια συναυλία στο Hyde Park, η μία έγιναν δύο, οι δύο τρεις κ.ο.κ.Ο Coxon παρόλα αυτά ποτέ δεν σταμάτησε να βγάζει προσωπικά άλμπουμ, ξεκινώντας από το Sky Is Too High του 1998, και φτάνοντας στο φετινό The Spinning Top, με άλλα πέντε άλμπουμ και έντεκα χρόνια να παρεμβάλλονται.
Επτά δίσκοι σύνολο, οι οποίοι δεν ξέφευγαν από τη μετριότητα (κι αν κάποιοι το καταφέρνανε – το Golden D ας πούμε – ήταν για πολύ λίγο). Ίσως γιατί ασυνείδητα η μουσική του Coxon συγκρινόταν με αυτή των Blur ή ίσως γιατί απλά οι προσωπικοί του δίσκοι ανήκανε όντως στο βασίλειο της μετριότητας, ανεξαρτήτως προτέρου (ή παράλληλου) εντίμου βίου. Το Spinning Top βρίσκει τον Coxon στις πιο ακουστικές στιγμές της μέχρι τώρα πορείας του. Αφήνει έτσι πίσω την ταμπέλα του indie kid, που τον συνόδευε τόσο χρόνια στη μουσική πιάτσα, είτε από θέληση, είτε από ηλικιακή μετάλλαξη, φέρνοντας στην επιφάνεια επιρροές (Nick Drake, Bob Dylan, John Martyn κ.α.) οι οποίες μέχρι τώρα έμεναν μάλλον κρυμμένες. Και για να πω την αλήθεια, επειδή ανέκαθεν θεωρούσα τον Coxon από τους καλούς κιθαρίστες της γενιάς του, αυτή η μεταμόρφωση του ταιριάζει περισσότερο, πιθανόν γιατί με αυτό τον τρόπο έχει την δυνατότητα να ξεδιπλώσει πιο εύκολα την κιθαριστική του ευφυΐα. Όταν άκουσα αυτή τη νέα του κυκλοφορία μου άρεσε το γεγονός ότι διαφέρει αισθητά από τις παλαιότερές του, ότι άλλαξε χαρακτήρα, πριν καν ακόμα σκεφτώ αν μου αρέσουν οι συνθέσεις ή όχι.
Οι τελευταίες, στην πλειονότητά τους, δεν ξεφεύγουν παρά ταύτα από την προλεγόμενη μετριότητα, αν και σαν σύνολο το Spinning Top ηχεί αρκετά όμορφα και έχει μερικές πραγματικά αξιοπρόσεκτες στιγμές. Η πρώτη από αυτές έρχεται με το “Dead Bees”, ένα κομμάτι, όπου η ακουστική του χροιά μπερδεύεται έξυπνα με την ηλεκτρική. Τραγούδι που σηματοδοτεί και μια ποιοτική άνοδο στον δίσκο μετά το σχετικά νωθρό πρώτο μέρος (είναι το έβδομο στο track list), καθώς εξίσου όμορφα είναι και τα δύο τραγούδια που ακολουθούν, η americana του “Sorrow’s Army” (το το πρώτο single) και το “Caspian Sea”, που ισορροπεί ανάμεσα σε έναν folk rock ήχο και σε πιο ψυχεδελικές επιρροές. Αξίζει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι (θεωρητικά τουλάχιστον) το Spinning Top είναι ένα concept άλμπουμ, εξιστορώντας τη ζωή ενός ανθρώπου από τη γέννα στο νεκροκρέβατό του. Στοιχείο που γίνεται ελάχιστα αντιληπτό και δεν νομίζω ότι χάνεται κάποιου είδους μαγεία αν τελικά ο ακροατής δεν το αντιληφθεί.
Έπειτα, λοιπόν, από μια ακόμα καμπή (μετά το “Caspian Sea”) φτάνουμε στην τελευταία τριάδα τραγουδιών, όπου κορυφώνεται και η όποια δραματουργία του δίσκου, αφού ο καταγραφόμενος από τον Coxon άνθρωπος πνέει πλέον τα λοίσθια. Η τελικά πορεία, λοιπόν, έρχεται αργά, με τη σχεδόν καταθλιπτική ακουστική κιθάρα του “Far From Everything” και με τον Coxon να τραγουδάει μακρόσυρτα «Take me to your land, take me by the hand, far from everything», συνεχίζεται με το “Tripping Over”, όπου κυριαρχεί η γλυκιά μελαγχολική μελωδία της ηλεκτρικής κιθάρας, αλλά το παιχνίδι για μένα το κερδίζει ο υπέροχος ήχος του κοντραμπάσου του σημαντικού folk μπασίστα Danny Thompson. Ο δίσκος ολοκληρώνεται με τον θρήνο του “November”, ένα νωχελικό κομμάτι με κύριο συστατικό τις απλωμένες μελωδίες από τη μελόντικα και μια όμορφη αλλαγή προς το τέλος, όταν μπαίνει η ακουστική κιθάρα.
Στα credits του δίσκου βρίσκει κανείς (εκτός από τον Thompson) και τον Robyn Hitchcock, ο οποίος προσθέτει κάποιες κιθαριστικές πινελιές, ενώ την παραγωγή υπογράφει ο Stephen Street, ο οποίος (εκτός των δύο προηγούμενων δίσκων του Coxon) έχει γίνει γνωστός με τη δουλειά του στο τελευταίο άλμπουμ των Smiths, σε κάποια της χρυσής brit pop περιόδου των Blur, ή στο ντεμπούτο των Kaiser Chiefs. Αξίζει αναφοράς, τέλος, το γεγονός ότι το εξώφυλλο του Spinning Top είναι, όπως και στις προηγούμενες δουλειές του, σχεδιασμένο από τον ίδιο τον Coxon.
Ο δίσκος, σαν σύνολο, δεν ξεφεύγει λοιπόν πολύ από την αγαπημένη μετριότητα του Coxon. Σώζεται όμως αφενός χάρις στις δύο τριάδες τραγουδιών που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες μάλιστα ίσως και να αποτελούν τις καλύτερες στιγμές στην ως τώρα σόλο καριέρα του Coxon και αφετέρου χάρις στην κιθαριστική ποιότητα του. Πιστεύω, με λίγα λόγια, ότι πρόκειται για την καλύτερη δισκογραφική απόπειρα ενός από τα είδωλα (ελέω Blur) της εφηβείας πολλών (μεταξύ αυτών και της δικής μου)!
- Πληροφορίες
- Κατηγορία: ΔΙΕΘΝΗ
Graham Coxon - The Spinning Top
- Βαθμολογία: 6
- Καλλιτέχνης: Graham Coxon
- Label: Transgressive/Soundforge
- Κυκλοφορία: Μαϊ-09