Ό,τι και να γράψεις για τον Tony Ashton λίγο θα είναι. Τον αδίκησε η (ας μου επιτραπεί) «Funny Beatlemania» της εποχής του, που περιέγραψε κάποτε ο Strummer στο “London Calling”. Mουσικός με Μ γραμμένο κεφαλαία, αφομοίωσε σε πολύ μικρή ηλικία όλο το φάσμα της jazz και blues κάνοντας το Lancashire της ιδιαίτερης πατρίδας του Κολιάτσου-Παγκράτι με το Chicago ή το Dallas. Πρωτοπόρος κατόπιν στα 1970s, έπαιξε ένα καλοσχηματισμένο fusion αμάλγαμα συνδέοντας σε ευθεία γραμμή το παραδοσιακό χρυσάφι της jazz παράδοσης με το σύγχρονο rhythm & blues. H δε σύνδεση του με τους Deep Purple (σαν απότοκο της φιλίας του τόσο με τον David Coverdale όσο και με τον John Lord) είναι πάνω-κάτω σε όλους γνωστή, φέρνοντας στο προσκήνιο μερικούς εξαιρετικούς δίσκους, αλλά και το άξιο side project των PAL (Ian Paice & John Lord) στη μετά-Purple εποχή, όταν χρειάστηκε κάποια αποτοξίνωση από τα hard rock μονοπάτια.

Βέβαια εκτός της κακής χρονικά εποχής όπου μεγάλωσε ο Tony Ashton ήτανε και γκαντέμης… Λίγο τα οικονομικά, λίγο οι κραιπάλες, λίγο η ανερμάτιστη συμπεριφορά φίλων και συνεργατών, συχνά τον οδήγησαν στα όρια ή στο περιθώριο της μουσικής «μπίζνας». Ήταν όμως τόσο ταλαντούχος και τόσο μπροστά από την εποχή του που δεν το έβαζε κάτω. Στα 1990s επανήλθε λοιπόν, μοιράστηκε τη σκηνή ως ισότιμος με θρύλους όπως ο Eric Clapton ή ο George Harrison και πρωταγωνίστησε στη σκηνή του Notting Hill τόσο σε επίπεδο τραγουδοποιΐας όσο και υπό τη δεύτερη καλλιτεχνική του φύση (υπήρξε και ζωγράφος). Ο σπουδαίος, πλην παραγνωρισμένος, μουσικός, ένα ίσως από τα «τοτέμ» της γενιάς του, έκλεισε τα μάτια το 2001, στα 55 του, χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Αφήνοντας ως τελευταίο του μήνυμα πριν το μεγάλο ταξίδι το λιτό «Αντίο – πιείτε ένα ποτό για μένα – στην υγειά σας», δείχνοντας έτσι ότι, συν τοις άλλοις, είχε κατορθώσει να πετύχει ό,τι πολλοί κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι ή και φιλόσοφοι πασχίζουν να ορίσουν ως «raison d' Etat της ανθρώπινης ύπαρξης».

Για να μη φλυαρούμε όμως με τα πληροφοριακά, τo παρόν Endangered Species βρίσκει τον Tony Ashton έναν χρόνο πριν πεθάνει, σε μια ζωντανή επανένωση με παλιόφιλους, η οποία καταγράφεται μάλιστα στο σύνολό της στο συνοδευτικό dvd, μαζί με βίντεο και πλούσιο φωτογραφικό υλικό – πραγματική «λίρα εκατό» το dvd αυτό. Σπουδαίο, γιατί όλα τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε ως άνω ξετυλίγονται ζωντανά στα μάτια του ακροατή για πάνω από δυο ώρες. Σαν να μη πέρασε λοιπόn μια μέρα από τις χρυσές εποχές του 1970, όλη η παρέα των βετεράνων ξαναβρίσκεται στη σκηνή του Abbey Road. Τόσο φρέσκοι και ορεξάτοι όμως, λες κι έχεις να κάνεις με εικοσάρηδες! Bernie Marsden (Whitesnake), Jon Lord και Ian Paice (Deep Purple, PAL), o Chris Barber με το τρομπόνι που θα έβαζε φωτιά οπουδήποτε ή ο Ζοοt Money ο οποίος με το hammond θα ανάσταινε και νεκρούς ακόμα. Γενικότερα ένα line-up μουσικών που ξεπήδησε από κάποιο αλλόκοσμο λίγκας «εξαιρετικών κυρίων», για να παραφράσουμε και τη σημειολογία των comics. Μουσικοί έντιμοι, των οποίων το παίξιμο αποτελεί φυσική συνέχεια των αβίαστων ανθρώπινων κινήσεων και το τραγούδι εκ βαθέων εξομολόγηση.

Aν χωρίζαμε το cd/dvd σε τρία νοητά μέρη, τότε το πρώτο θα ξεχώριζε για τη καθαρά επικοινωνιακή του διάθεση, όπου το funk, το groovy και τα λογής χορευτικά περάσματα κρατάνε το κοινό σε μια απίστευτη εγρήγορση. Ο Tony Ashton και John Entwistle γεφυρώνουν τη συνέχεια με πιο βαθύ προσωπικό ήχο και το μοναδικό τους χαρμάνι από rock ‘n’ roll, blues και jazz – με τον δεύτερο να διασκευάζει χαρακτηριστικά το “My Generation” των Who σε μια σαφώς λιγότερο ηλεκτρισμένη εξίσου όμως εκπληκτική με το πρωτότυπο εκτέλεση. Κλείνοντας οι Company Of Snakes και το PAL project συνεχίζουν σε μια «χωρίς αύριο» εκρηκτική ζωντανή ατμόσφαιρα, με τη μεγάλη επιτυχία “Resurrection Shuffle” να ξεχωρίζει, καθώς και μεγάλες συνθέσεις τους όπως το “Fool For Your Loving” και “Here I Go Again” παιγμένες με δυναμισμό και ψυχή.

Εξαιρετικό σαν κυκλοφορία live άλμπουμ, με το dvd να υπερκαλύπτει με τη σχεδόν πάνω από δυο ώρες διάρκειά του και τον πιο απαιτητικό θεατή. Blues, rock, fusion jazz και εξαιρετικά «μαύρα» περάσματα καλύπτουν το σύνολο της δισκογραφίας του Tony Ashton, από τις προσωπικές του δουλειές μέχρι το project των PAL. Είτε είστε ακροατές του blues/rock/jazz είτε όχι, θα σας εισάγει σε μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα με καλή μουσική και άρτια τεχνικά παιξίματα. Αν βάλουμε και το ιστορικό βάρος μιας από τις τελευταίες εμφανίσεις του Tony Ashton (δεν είμαι 100% σίγουρος αν είναι και η τελευταία του), καθώς και το πρωτόλειο υλικό που περιλαμβάνει το dvd, τότε κάνουμε λόγο για ένα διαμάντι που αξίζει να έχει κανείς στη συλλογή του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured