Ο John Frusciante είναι αν μη τι άλλο μια ενδιαφέρουσα περίπτωση καλλιτέχνη. Ερχόμενος από την αφάνεια των εκατομμυρίων ερασιτεχνών «wanabbe rock star» της Καλιφόρνια κατάφερε να φτάσει στην καταξίωση με τους Red Hot Chilli Peppers (οι οποίοι μαζί του κυκλοφόρησαν τα καλύτερα άλμπουμ της καριέρας τους), ακολουθώντας όμως πάντα τον δικό του δύσκολο και επίπονο δρόμο. Η επιτυχία του Blood Sugar Sex Magic συμβάδισε με τη δίνη των καταχρήσεων και της αυτοκαταστροφής, με τον John να κάνει τη επιστροφή του στο Californication, με εμφανή τα σημάδια των κακουχιών στην όψη του: έμοιαζε περισσότερο με συσσιτιούχο του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών, παρά με μουσικό.

Την όλη αυτή «εμπειρία» του ο Frusciante φάνηκε να την εξαργυρώνει μια κι έξω το 2004 κυκλοφορώντας μαζικά έξι στούντιο άλμπουμ, με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως Shadows Collide With People, The Will To Death και Inside Of Emptiness. Και αφού άραξε λιγάκι να βρει τον εαυτό του το 2009 τον βρίσκει να κυκλοφορεί το Empyrean. Όντας πάντα διαφοροποιημένος στις προσωπικές του κυκλοφορίες από αυτές των Peppers, με έμφαση στην εσωστρέφεια και στη μελαγχολία (πράγματα αδύνατα με τον Kiedis στο μικρόφωνο), ο Frusciante προχωράει εδώ ένα βήμα παραπάνω. Στο Empyrean προστίθεται στη γκάμα των συναισθημάτων που κατά καιρούς τροφοδοτούν τις δουλειές του αυτό του λυρισμού.

Το εισαγωγικό εννιάλεπτο “Before The Beginning” αποτελεί ένα blues-funk καταβολών instrumental, το οποίο θα έκανε περήφανο τo George Clinton και τους Funkadelic εποχής Maggot Brain. Το “Unreachable” είναι ένα ακόμα από εκείνα τα διηγηματικά αυτοβιογραφικά κομμάτια όπου η κιθάρα μαζί με ένα τρέμολο στο βάθος συνοδεύουν τα φωνητικά, τονίζουν τον ρυθμό και κλιμακώνουν την ένταση στο τέλος με ένα αξιοσέβαστο σόλο. Στο “God” ο Frusciante πρέπει να ηχογραφεί ένα από τα πιο χαρούμενα κομμάτια της προσωπικής του διαδρομής για να φτάσουμε στο “Dark/Light”, όπου τα πρώτα δείγματα λυρισμού γίνονται πλέον ξεκάθαρα. Έχοντας για πρώτη φορά τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητες της φωνής του, η μετάβαση από το «σκοτάδι στο φως» γίνεται εν μέσω «κορωνών», βοηθητικών φωνητικών που παραπέμπουν σε συνοδευτικό χορό θεατρικού έργου και μιας μπασογραμμής η οποία έρχεται την τελευταία στιγμή να ισορροπήσει το όλο εγχείρημα, σώζοντάς το από τη ματαιοδοξία του. To “Enough Of Me” πάλι καλωσορίζει τη συνδρομή του Johnny Marr στην κιθάρα και το α-λα-νταλικέρη βράχνιασμα του Frusciante στις χαμηλές, ενώ στο “One More Of Me” – κοντρολάροντας λίγο καλύτερα τη φωνή στα μπάσα, αλλά και χαρίζοντας μας κάποιες απωθημένες, σχεδόν ηθελημένες φαλτσοστριγκλιές – αφήνει στο βιολί να έχει τον κυρίαρχο ρόλο στην όλη διάρθρωση του κομματιού.

Συνολικά το Empyrean είναι ένας περίεργος δίσκος από έναν περίεργο άνθρωπο. Μοιάζει να θέλει να διαφοροποιηθεί λίγο από το μοτίβο της μιζέριας και δυστυχίας που κουβαλά ο δημιουργός του διατηρώντας τις απαραίτητες γέφυρες με τις προηγούμενες δουλειές, λειτουργώντας όμως πάντα αυθόρμητα και συνεσταλμένα πέρα από κάθε μουσικό και δισκογραφικό κανόνα. Αν πρέπει να κόψω στη μέση το καρπούζι, το αποτέλεσμα υστερεί κομματάκι σε σχέση με τις προθέσεις, αλλά τα κουκούτσια πάνε πάντα με τις συμπάθειά μου σε αυτού του είδους τακτικές. Και όπου κουκούτσια βάλτε μισό αστεράκι παραπάνω...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured