Ο Dirk Darmstaedter κουβαλάει αρκετά χρόνια στο μουσικό καβούκι του. Είναι όμως από αυτές τις περιπτώσεις που η όποια φήμη του καλλιτέχνη αδυνατεί να βγει εκτός των συνόρων της χώρας του, περνώντας, ως εκ τούτου, μάλλον απαρατήρητος από τα μέρη μας. Ξεκινώντας, λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 από τη γενέτειρά του, το Αμβούργο, έκανε κάποια εσωτερικής καταναλώσεως επιτυχία με το πρώτο του σχήμα, τους Jeremy Days. Ανάλογη μάλλον η πορεία και με το δεύτερο project του, Me And Cassity (το οποίο στην ουσία ήταν προσωπικό), ομοίως και από το 2005 (οπότε και αποφάσισε να χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα) και έπειτα. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι ο Dirk (για να μην χρησιμοποιούμε συνέχεια το δυσπρόφερτο επίθετό του!) εκτός από τραγουδοποιός είναι και παραγωγός, αλλά και συνιδιοκτήτης της ανεξάρτητης Tapete Records.

Έπειτα από τη γρήγορη αυτή ανάγνωση του βιογραφικού του, εγείρονται κάποια ερωτήματα. Κατά πρώτον, με τι είδους μουσική καταπιάνεται; Κατά δεύτερον η δισκογραφική του παρουσία μέσω τριών διαφορετικών ονομάτων συνοδεύεται από εξέλιξη του γνωστικού του αντικειμένου ή ισχύει η γνωστή λαϊκή παροιμία: «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»; Και κατά τρίτον, μήπως η αδυναμία του να γίνει γνωστός εκτός Γερμανίας, οφείλεται σε μια άσχημη συνομωσία των μεγάλων κέντρων αποφάσεων, σε μια κακοδαιμονία της τύχης, ή μήπως σε μια συνειδητή προσωπική επιλογή; Ακούγοντας το Life Is No Movie (τρίτη δουλειά που κυκλοφορεί με το όνομά του) και λαμβάνοντας γνώση του πρωτύτερου βίου του τροβαδούρου, είναι εφικτό να καταλήξει κάποιος σε ορισμένα συμπεράσματα.

Η μουσική, λοιπόν, με την οποία ασχολείται ο Γερμανός αποτελεί μια ευθεία πρόσμιξη της folk, της pop και της rock στην πιο συμβατική, μάλιστα, μορφή τους. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι πρόκειται για μια πιο pop εκδοχή του singer/songwriter ιδιώματος, ιδανική ίσως για ένα εφηβικό road movie ρομάντζο του Hollywood. Η θεματολογία, άλλωστε, του Life Is No Movie, βασίζεται σε εφηβικά ταξίδια φαντασιακής ανεξαρτησίας, ενήλικες ανασκοπήσεις των δρόμων τους οποίους έχει διαβεί η ζωή, σε αντιπαραβολή με τα όνειρα της τρυφερής εκείνης ηλικίας και φυσικά τις απαραίτητες ανησυχίες για έρωτες και φιλίες. Όλα αυτά συνοδευόμενα από μια άνευρη και εύπεπτη μουσική, που επαναλαμβάνει εύκολα κλισέ του είδους, με την όποια πρωτοτυπία να απουσιάζει, θαρρείς, επιδεικτικά. Θα μπορούσαν κάποια τραγούδια να φέρουν στον νου τις πιο pop στιγμές των Eels για παράδειγμα, αλλά είναι τόσο κοινότοπο το μουσικό αποτέλεσμα, ώστε μια τέτοια σύγκριση μάλλον αδικεί την παρέα του Mark Oliver Everett.

Τα νέα τραγούδια του Dirk μπορεί να ηχούσαν ελκυστικά όταν ήταν νέος και ξεκινούσε την πορεία του στη μουσική (περίπου είκοσι χρόνια πριν), αλλά πλέον, έχω την αίσθηση, δύσκολα θα βρουν πατήματα στη σύγχρονη εποχή. Κάτι που απαντάει στο δεύτερο από τα πιο πάνω ερωτήματα, καθώς το άκουσμα του συγκεκριμένου δίσκου σε συνδυασμό με μια, έστω και επιφανειακή, βόλτα στις παλαιότερες δουλειές του, πείθει ότι ο Γερμανός τραγουδοποιός έχει κάνει ελάχιστα βήματα προόδου (αν μάλιστα έχει κάνει κάποια). Ή, αλλιώς, ότι διακατέχεται εδώ και χρόνια από μια περίεργη βεβαιότητα ότι αυτή η ελαφρά μελαγχολική και ολίγον γλυκανάλατη και βαρετή pop είναι ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.

Όσο αφορά το τρίτο ερώτημα, η απάντηση μπορεί να εξαχθεί σαν ένα συμπέρασμα των προηγουμένων. Κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή, ο λόγος που αγνοούμε την ύπαρξη του κυρίου Dirk Darmstaedter δεν οφείλεται σε κάποια μυστική συνομωσία αυτού του αόρατου τέρατος της μουσικής βιομηχανίας ή σε κάποιον άλλο εξωγενή παράγοντας. Το σφάλμα κύριε Dirk μάλλον θα πρέπει να το αναζητήσετε (αν έχετε την διάθεση βεβαίως) στις άγευστες και αναχρονιστικές μουσικές σας δημιουργίες. Εκτός, βέβαια, αν είστε της άποψης ότι δεν αρμενίζετε σεις στραβά, αλλά ο γιαλός φταίει, που είναι στραβός…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured