Το να χρησιμοποιείς τη φράση «Still not sick with you» για τίτλο ενός τραγουδιού, προλογίζει κάποια ατμόσφαιρα για σένα ως δημιουργό. Αν μη τι άλλο, ακόμα και στην περίπτωση όπου ο ακροατής δεν ακούσει κάποιον άνθρωπο που τη λέξη «sick» την έχει βιώσει σε επίπεδο κοινωνικής απόρριψης και με ρόλους παρία (πάντα με αναλογίες, μιας και μιλάμε για καλλιτέχνες οι οποίοι επιλέγουν να βγάλουν τη δουλειά τους προς τα έξω), σαφώς περιμένει ή κάποιον άνθρωπο του οποίου οι – διαβάστε μόνο τον ήχο από την επόμενη λέξη – κοι(νω)νικές καταβολές του έδωσαν τέτοιο ρόλο, ώστε η απόρριψη προς τον άλλο να γίνεται από τη μεριά του με τρόπο σχεδόν...μεσοζωϊκό! Τρανά παραδείγματα των παραπάνω οι Mudhoney ("Touch Me I’m Sick") και ο JJ Alin (το σύνολο της δισκογραφίας του) αντίστοιχα.

Στα σίγουρα πάντως δεν περιμένεις να δεις τα καλαμπόκια να παρελαύνουν, όταν διαβάζεις έναν τέτοιο τίτλο. Διότι, αν κοιτάξω τα πρόσωπα των American Princes, που κατάγονται όλα τους από το Little Rock του Arkansas (προφέρεται Άρκανσο, όχι Αρκάνσας), μόνο νιφάδες καλαμποκιού βλέπω να εξυφαίνουν τις επιρροές τους... Δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η τυχοδιωκτική διάθεση του Other People, από (τάχα μου) φασαριόζικο alternative και R.E.M. της πρώτης περιόδου μέχρι σπασμένους Police, ώστε να αρέσει λίγο-πολύ σε όλους. Δεν μπορώ επίσης να εξηγήσω αλλιώς αυτό το όνομα, το οποίο μοιάζει να έρχεται κατευθείαν μέσα από τις ερωτοϊστορίες του high school: και είναι στο όνομα της αειπάρθενης και αμόλυντης Αμερικανίδας η οποία πηγαίνει στον ετήσιο χορό όπου εδράζει ο «ποιητής» κάποιες υπαρξιακές του αγωνίες, τυπικά όμως δείγματα ημι-αστικής νεύρωσης (είπαμε! Little Rock Arkansas) χωρίς κάποιο καρύκευμα που θα τα κάνει σπουδαία.

Η φωνή του τραγουδιστή των American Princes (με μια περίεργη ένρινη και μεσότονη χροιά) δεν καταφέρνει να πείσει για το μη ποζεράδικο του στησίματός της – και έχουν πια 3 δίσκους, θα έπρεπε τέτοια προβλήματα να είχαν λυθεί. Και αυτό που κάνει ακόμα πιο εκνευριστικά τα πράγματα είναι ότι προφασίζονται κάποιες μύχιες σκέψεις και λογικές στους στίχους τους, τους ντύνουν μετά με πολλά μινόρε και με δραματικότητα, όλα αυτά όμως δεν πείθουν τελικά ούτε καν σαν αγωνίες κολεγιόπαιδου: δεν υπάρχει πουθενά η γοητευτική τεστοστερόνη (ή οιστρογόνο, αν βάλουμε και τις θηλυκές ορμητικές παρουσίες του rock ‘n’ roll στο κόλπο) η οποία – ακόμα και αν δεν κατορθώσει να ρίξει γερά θεμέλια για το μέλλον (βλέπε συνθέσεις) – θα σε αιχμαλωτίσει με τον μηδενισμό και τη βία της (ακόμα και αν είναι pop). Με τον τρόπο π.χ. που το έκαναν οι Icarus Line στον πρώτο τους δίσκο και - γιατί όχι, μιας και τους αναφέραμε πιο πάνω; - οι ίδιοι οι R.E.M., όταν στις πρώτες τους ηχογραφήσεις μέχρι το 1987 έδιναν μία αίσθηση του επείγοντος, μέσα από τις μετα-Byrd συγχορδίες τους.

Παράλληλα, ο χαβαλές υπάρχει σε όλη την έκταση της περσόνας της μπάντας – από τις promo φωτογραφίες της μέχρι τα videoclip για τον παρόντα δίσκο, με εξαίρεση το “Wasted Years”. Χιούμορ ναι, χαβαλέ όχι κύριοι όταν τραγουδάτε δραματικότητες, γιατί κάτι από τα δύο δεν ισχύει. Και υποψιάζομαι πιο... Και να φανταστείτε ότι δεν έπιασα καν να λοιδορήσω τον τίτλο του τραγουδιού που κλείνει το δίσκο: "Born Τo Die"?! Φαντάζομαι από κουάκερ...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured