Παρακολουθώντας τον Volker Bertelmann (a.k.a. Hauschka) τα τελευταία τρία χρόνια θα μπορούσα (πριν την κυκλοφορία του δίσκου προς συζήτηση) να τον τοποθετήσω με άνεση στους μινιμαλιστές των τελευταίων τριών δεκαετιών. Με το πολύ καλό Room To Expand (2007) θεώρησα ότι το «ταβάνι» του πειραματισμού πάνω στο πιάνο (όπως το δίδαξε ο Cage) KAI το έφτασε ο Bertelmann KAI ότι από ’δω πέρα το ενδιαφέρον στις κυκλοφορίες του μάλλον θα εστιαζόταν αποκλειστικά και μόνο στις μελωδίες που ξέρει να σκαρώνει. Κλασικά εκπαιδευμένος πιανίστας βλέπεις. Κάπως έτσι παραμελήθηκε το Ferndorf που μαζί με τον δίσκο του Max Richter (που αναλύσαμε πριν λίγες εβδομάδες) και το ανυπέρβλητο Fordlandia του Johann Johannsson, αποτέλεσαν τα τρία must της post-classical σκηνής μέσα στο 2008. Τι είναι αυτό που παραλίγο να χαθεί λοιπόν;

Ο Hauschka, αντιλαμβανόμενος κι αυτός τον αυτοπεριορισμό του στον μικρό έτσι κι αλλιώς χώρο του prepared piano, επιστρέφει με πλήρεις συνθέσεις, κλασικές ενορχηστρώσεις, λιγότερα ηλεκτρονικά μέρη συντηρώντας πάντα τον προσωπικό του ήχο στο πιάνο – και κάπου εκεί έγκειται και η σπουδαιότητα του νέου του άλμπουμ. Εμπνεόμενος από το χωριό όπου μεγάλωσε (“Ferndorf”) συνθέτει νοσταλγικά θέματα τα οποία, ευτυχώς για εμάς, δίνουν αρκετό χώρο ώστε να χωρέσουν κάθε είδους ακροατές, δίχως να ασφυκτιούν προσπαθώντας να καταλάβουν τι συμβαίνει. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι το πιο «πλήρες» θέμα είναι το εναρκτήριο “Blue Bicycle”. Είναι η απόλυτη αρχή ενός δίσκου, δίνοντας τον ρυθμό για ό,τι θα ακολουθήσει μετά. Ο Hauschka δείχνει να έχει απόλυτη γνώση των δυνατοτήτων των οργάνων που έχει στην διάθεση του και πάνω απ΄όλα παραμερίζει το πιάνο όταν χρειάζεται και δίνει τον πρώτο ρόλο στα έγχορδα, που ισορροπεί κλασικότροπα με τα εξαιρετικά πνευστά. Το “Freibad”, ένα από τα πολλά highlights του δίσκου, αν και έχει τη βάση του στον πειραματισμό, αναπτύσσεται με σχεδόν εγκεφαλικό τρόπο και ίσως γι’ αυτό στο αμέσως επόμενο θέμα ακούς έναν συμμαζεμένο τετράλεπτο αυτοσχεδιασμό.

Αν παρακολουθείς την, ας την πούμε, post classical σκηνή τότε αυτό που αναγνωρίζεις κυρίως στον Bertelmann είναι ότι δεν εκβιάζει κάποιου είδους συναισθηματική φόρτιση. Κάτω από ένα πέπλο ρομαντισμού μπορεί και σίγουρα θέλει να «μιλήσει» με τον απλούστερο τρόπο (κάτι ως γνωστό πολύ δύσκολο για τους κλασικά εκπαιδευμένους μουσικούς) για τα εντονότερα συναισθήματα, καταφέρνοντας αυτομάτως να μην περιορίζει την δουλειά του σε ακροάσεις που απολαμβάνεις τις μίζερες Κυριακές του χρόνου. Και μόνο αυτές. Κάνοντας την άθροιση, μπροστά μας έχουμε ένα μικρό αριστούργημα από έναν μουσικό τον οποίον είχα υποτιμήσει και κυρίως είχα λανθασμένα προδιαγράψει την πορεία του. Ας είναι όμως, μιας και λάθη σαν κι αυτά και μόνο τα αγαπάμε…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured