Και ξαφνικά ήταν σαν να επιστρέφει το 1972 στα πικάπ μου. Όχι ότι αγόραζα δίσκους τότε, αλλά όταν μεγάλωσα και άρχισα να το κάνω ανακάλυψα τι γινοταν στα 5 μου και γύρω από αυτά στον υπόλοιπο κόσμο (στην χουντοκρατούμενη Ελλάδα ακούγαμε τον υπέροχο Γιάννη Ντουνιά να άδει το αυτοσαρκαζόμενο βαρύτιμο λαϊκό μέσω «του άντρα του πολλά βαρύ»). Έτσι είναι τα χρώματα του φάσματος. Μετά την αποθέωση είναι απόλυτα λογικό, από το να παρακμάσει το είδος, να ψαχτούν οι εξυπνότεροι που εκπροσωπούν το ιδίωμα, είτε προς τις βαθύτερες ρίζες, είτε προς τη δημιουργική στρέβλωση.

Το ντουέτο των Human Bell πράττει λοιπόν αυτό που έκαναν κιθαρίστες όπως ο Leo Kottke, ο οποίος, μετά την αποθέωση του folk και acid rock από μπάντες όπως οι Byrds και Mamas & Papas στα τέλη των 1960s, πήγε το πράγμα ακόμα πιο βαθιά. Τα μέλη των Human Bell έχουν θητείες σε ανάλογες μπάντες που περνάνε τους δρόμους τους από ό,τι τα τελευταία χρόνια αποτελεί κοινό τόπο στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής. Οι δωδεκάχορδες, τα μπάντζο και τα washboards (διαβάζεται και ως «σανίδα μπουγάδας», ρωτήστε και τους Black Oak Arkansas) έχουν πάρει φωτιά εδώ και πολλά χρόνια. Το ευτυχές, πέρα των οποίων κοιμήσικων δίσκων, είναι ηχογραφήματα όπως τούτο εδώ το πόνημα. Οι David Heumann και Nathan Bell που τους αποτελούν (και η παράθεση των ονομάτων τους εξηγεί το λογοπαίγνιο για το θαυμάσιο όνομα τους) εκπονούν, με αφετηρία τις ρίζες και τις θητείες τους σε ποίκιλα συγκροτήματα (Arbouretum, Cass McCombs, Bonnie “Prince” Billy, Anomoanon), έναν δίσκο ο οποίος κορυφώνεται όσο περνάει η ώρα. Και ενώ στην αρχή νόμιζες ότι θα υμνήσουν τη φύση του Κεντάκι (όπου και ηχογραφήθηκε το 90% του άλμπουμ), στη συνέχεια οι Human Bell ξεκινούν ένα ταξίδι σε πιο εσώτερους κύκλους ψυχολογίας και κυκλικών μελωδιών στις συνθέσεις τους.

Αποτελέσματα (περι)τρανά της λογικής αυτής στέκονται στη μέση του δίσκου, όπως το “Hymn America”, και στον κολοφώνα του, με τις συνθέσεις “Ephapatha (Be Opened)” – με το εκπληκτικό δοξαράτο μπάντζο του Matt Rilley που συγκαταλέγεται στους μουσικούς οι οποίοι βοήθησαν στον δίσκο – και “The Singing Trees”. Με το τελευταίο κλείνει και ο δίσκος: πρόκειται δε για ένα κομμάτι που οι Rain Parade πριν 20 χρόνια θα έδιναν αρκετά λεφτά για να έχουν τη δυνατότητα να το εντάξουν στο ρεπερτόριο τους. Όπως είναι φανερό, οι φωνές απουσιάζουν από το Ανθρώπινο Σήμαντρο και η αλήθεια είναι ότι η καλοδεχούμενη ακρίβεια της καμπάνας που σείουν οι ιθύνοντες της μπάντας συγκινεί χωρίς να φαίνεται η όποια απουσία ή και περιττολογία, θα πρόσθετα επίσης. Απολαυστικός δίσκος. Αν ανακαλύψει ο Mark Lanegan τους παίκτες αυτούς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα στον επόμενο προσωπικό του δίσκο να έχει (πάλι) καινούργια μπάντα στα μετόπισθεν…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured