Η εποχή που στηνόμουν μπροστά στην τηλεόραση για να δω στο MTV τους Beavis & Butthead, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Metallica και Guns ‘n Roses, AC/DC, Judas Priest και Manowar. Αν έχεις εκτεθεί έστω και για λίγο σ’ αυτήν την πλευρά της μουσικής (ναι, είναι μουσική), ποτέ δεν το ξεχνάς όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κρυφά ή φανερά, θα σε πωρώνει ακόμα κι αν είσαι 40 χρονών μαντράχαλος. Γι’ αυτό και τώρα κρατάω στα χέρια μου ένα cd, που, ενώ υποψιαζόμουν ότι θα έβγαινε ποζεριά, το πήρα.

Chelsea Smiles είναι το όνομα μιας παλιάς συμμορίας από το Chelsea, η οποία, αν σε πετύχαινε στα λημέρια της, σου έκανε τη μούρη σαν του Joker. Ένα στιλέτο και μια χαρακιά από το ένα αυτί ως το άλλο, να σχηματίζει ένα τεράστιο χαμόγελο και βιτριολικό χιούμορ. Οι δικοί μας τύποι τώρα, κατοικοεδρεύουν στο L.A. και δεν είναι πιτσιρίκια. Έχουν αλλάξει διάφορες μπάντες από τα ύστερα 1980s μέχρι το 2004 όταν άρχισαν να παίζουν μαζί, ενώ κάποια μέλη τους έχουν ανοίξει συναυλίες των Social Distortion, των Motorhead και των New York Dolls (στην επανεμφάνισή τους). Μέχρι το 2006, που βγήκε το πρώτο τους άλμπουμ Thirty Six Hours Later, οι Chelsea Smiles είχαν αλλάξει δυο τραγουδιστές οι οποίοι τα βρόντηξαν κι έφυγαν, με αποτέλεσμα οι δυο κιθαρίστες μαζί με τον μπασίστα να τραγουδήσουν από κοινού στο ντεμπούτο. Φέτος ψάχτηκαν λίγο παραπάνω κι έτσι στον καινούργιο δίσκο υπάρχει τραγουδιστής.

Οι Chelsea Smiles παίζουν στα δάχτυλα την all time classic rock συνταγή: δυνατά, βρώμικα και sleazy. Ποτά και γυναίκες, γρήγορα αυτοκίνητα και καντήλια, παραμορφωμένες ηλεκτρικές κιθάρες να γκαζώνουν γρήγορα κι εύκολα riffs με πολύ χώσιμο στα σόλο, πιασάρικοι rock ρυθμοί και μια υποβόσκουσα punk διάθεση κάτω από το γυαλιστερό poser στήσιμο, συνηθισμένα φωνητικά και drums και πολλή αδρεναλίνη, σε 12 τραγούδια που δεν ξεπερνούν τα τρία λεπτά το καθένα. Έκπληξη, η διασκευή στο “Last Time” των Rolling Stones που σίγουρα θα μπορούσε να ακουστεί, αντί για την αυθεντική εκτέλεση, σε όλους τους mainstream ραδιοφωνικούς σταθμούς οι οποίοι διατείνονται ότι παίζουν rock.

Στο “Broken Lullabies”, που κλείνει τον δίσκο, καταλαβαίνεις γιατί οι μπαλάντες, ενώ φαίνονται εύκολη υπόθεση, δεν είναι. Τα παιδιά σε αυτό το τραγούδι είναι τόσο βαρετοί και αδιάφοροι όσο οι U2 (από το Pop και μετά). Ψιλοκλεμμένα riffs στην ακουστική κιθάρα, από κάποιο παλιό hit των Church (το “Under The Milkyway”, νομίζω), ολίγη από Scorpions και η φωνή ενός ανθρώπου που έχει πάθει κάτι σαν δυσκοιλιότητα. Ευτυχώς είναι μόνο ένα track. Συνολικά οι Chelsea Smiles φτιάχνουν ένα δίσκο που απευθύνεται στους ποζεράδες, ίσως και σε κάποιους παλιοροκάδες, καθώς και σε όσους θέλουν μια γρήγορη κι εύκολη λύση για τη μουσική στο αυτοκίνητο. Μετά από 3 ακροάσεις στη σειρά, μου έρχεται να πάω και να βάλω Manowar. Κι αυτό για κάποιους είναι καλό, για κάποιους άλλους πάλι, μια άγνωστη λέξη…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured