Κάμποσα ζητήματα παθητικότητας, ολίγον αποπροσανατολιστικά, υφίστανται a priori όχι μονάχα σε καθεμιά απ’ τις υφή-ολογικές εξισορροπήσεις του Fennesz, αλλά και στις αντίστοιχες των ομοειδών του αναζητητών στο πεδίο της πειραματιζόμενης electronica. Kι όχι μόνο – ας αποφύγουμε λοιπόν εξ’ αρχής την εμπλοκή με glitch(es), noise(s) και λοιπούς φανφαροειδής όρους, που χρήζουν χρόνιας εξειδίκευσης επί του θέματος ή απλά ένα γρήγορο γκουγκλάρισμα. Εάν, πάντως, προσπεράσουμε τα όποια εκφραστικά μέσα επιλέγει ο καθένας και τον αισθητικό τους αντίκτυπο, ίσως καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως υπάρχει παθητικότητα παθητική και παθητικότητα επί της ουσίας ενεργητική, αν με εννοείτε. Να αναφερθώ τώρα στη γυναικεία σεξουαλικότητα και στα μυστήριά της «παθητικότητάς» της ή θα το παρατραβήξω πάλι με τις αμπελοφιλοσοφίες μου; Μπα, άστο καλύτερα…

Ο παραπάνω λεπτός διαχωρισμός, τέλος πάντων, ίσως είναι τελικά που ξεχωρίζει την ήρα από το σιτάρι, στα λιβάδια των ευρύτερων ambient ηχοτόπιων. Τα ατμοσφαιρικά φρουί ζελέ για υπογλυκαιμικά αυτιά σε συσκευασία άλμπουμ δηλαδή, ή τις πειραματικές κενότητες που πουλάνε – μεταξύ άλλων – ατμόσφαιρες, από τις πολύτιμες εμπειρίες οι οποίες αυτό-αφιερώνονται στο όνομα των ηχητικών υφών, χωρίς, όμως, να τις χρησιμοποιούν ως καλλιτεχνικό άλλοθι. Κι αν αποζητάτε ντε και καλά χειροπιασίματα, το τελευταίο – το τελευταίο λέω – των Autechre, που’ ναι και πρόσφατο, με οποιοδήποτε εκ των πονημάτων του Fennesz.

Απ’ την ελεγχόμενη εξωστρέφεια του Instrument EP πίσω στα μισά της δεκαετίας του εννιά, ως τις κρυμμένες μελωδικές γραμμές του Endless Summer με το γύρισμα της χιλιετίας, και από τα προσεκτικά διαλεγμένα ρεμίξ του (σε Ulver, Isis κτλ.), έως την εύθραυστη εκλεκτικότητα του Venice κοντά μια πενταετία πριν, ο Αυστριακός μύστης της τεχνολογίας ανάχθηκε, σταθερά και δίκαια, σε προσδιοριστική φιγούρα της περιόδου που ακολούθησε την παγκόσμια έκρηξη της electronica – της αναμενόμενης στροφής προς τα μέσα, μετά την απότομη μαζικότητα.

Το Black Sea έρχεται πολύ απλά να κουμπώσει ως λογική συνέχεια της μέχρι τώρα πορείας του, δίχως να επιφυλάσσει νεόκοπες διαφοροποιήσεις και απρόβλεπτους εκτροχιασμούς – το γεγονός, βέβαια, υπόκειται σε διπλή ανάγνωση. Οι κιθάρες και το laptop του αποδεικνύονται εκ νέου παραπάνω κι από αρκετά για να οπτικοποιήσουν τα ηλεκτρονικοακουστικά του οράματα, αν και το ανθρώπινο στοιχείο απ’ το επίκεντρο (βλέπε την ηλιόλουστη βάρκα στο εξώφυλλο του Venice), εξοστρακίζεται τελικά στον θολό ορίζοντα ενός μετα-βιομηχανικού τοπίου.

Η διάρκεια των συνθέσεων, οι ηχητικές τους συγγένειες και οι προσεκτικές τους αναπτύξεις παραπέμπουν στο κλασικότροπο, αλλά οι κώδικες παραμένουν σημερινοί. Δεν χρειάζονται για παράδειγμα ομάδες εγχόρδων για να αρμολογήσουν το σκηνικό: τα drones διαθέτουν ανάλογες ποιοτικές δυνατότητες. Ούτε φωτολουσμένοι βιρτουόζοι, όταν πιστεύεις πραγματικά στην αφαιρετική ισχύ των μεταλλαγμένων αρπισμάτων μιας ακουστικής κιθάρας. Αναφέρω ενδεικτικά το “Colour Of Three” με τη σκουρόχρωμη παλέτα του από bytes και το “Grey Scale” ελέω παιχνιδίσματος επί των χορδών.

Πέρα, όμως, από ηχητικές λεπτομέρειες ο Fennesz διαθέτει τη μοναδική ικανότητα να αναδύει το ειδικό μέσα από το γενικό. Σου προσφέρει βιώματα, όταν οι περισσότεροι δημιουργοί του είδους παράγουν στην καλύτερη των περιπτώσεων θολές αναμνήσεις. Πάω στοίχημα πως θα μπορούσε να ανά πάσα στιγμή να κόψει ένα άλμπουμ τίγκα στα θελκτικά κομμάτια, όλα τους βολεμένα στο προσβάσιμο καλούπι του “Transit” – απ’ το Venice, με τον David Sylvian στα φωνητικά – με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την καταμέτρηση των πωλήσεων. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να τον αφορά. Πετυχαίνει να ακουστεί σαφής, δίχως να χρειάζεται τον αυστηρό μπούσουλα της φόρμας, ενώ με τα χρόνια πλησιάζει όλο και περισσότερο στη γνώση της οργάνωσης του χάους. Μοιάζει να γενικολογεί, αλλά αυτός στην πραγματικότητα στοχεύει – και μάλιστα, για άλλη μια φορά, με τουλάχιστον σεβαστά ποσοστά επιτυχίας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured