Έχω την εντύπωση ότι ο Mozz κάνει τα πράγματα όλο και πιο δύσκολα για τους οπαδούς του. Και για να εξηγηθώ, μιλώ για τους οπαδούς του που είναι κάτω των 35 χρονών. Χωρίς ούτε για μια στιγμή να αμφισβητώ ότι ένας άνθρωπος αυτού του ηλικιακού φορμά κατέχει την αντιληπτικότητα και την κυκλική γνώση η οποία αρμόζει σε έναν σύγχρονο πολίτη του κόσμου, εντούτοις η αυτοψυχανάλυση που έτσι κι αλλιώς δοκιμάζει από την αρχή της καριέρας του (είτε σόλο, είτε ως Smith-erian) βάζει δύσκολα στοιχήματα τα τελευταία χρόνια σε αυτούς ακριβώς τους οπαδούς. Ειδικότερα στο νέο του άλμπουμ, Years Of Refusal.

Η ηλικία του Morrissey τον οδηγεί εδώ σε μία αυτοσαρκαστική και γλυκόπικρη θεώρηση των ίδιων των αρχών του, και ναι μεν θα πάρω πίσω τον αντίλογο ότι έτσι έκανε πάντα, αλλά όταν ακούς τα θραύσματα της νεότητάς του και της ωριμότητας των πρώτων -άντα, όλα καλά αλλά τώρα πια ο διακεκριμένος entertainer είναι σε μία ακμαία μεν, κρίσιμη δε συντεταγμένη της ζωής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το hit single του δίσκου "That's How People Grow Up". Αν διαβαστεί λάθος το στιχουργικό μέρος της σύνθεσης, θα νομίζει κάποιος ότι έχουμε να κάνουμε με μια οιμωγή για τους χαμένους έρωτες. Αντιθέτως. Είναι μία μούντζα σε όσους περιφέρονται με τους δικούς τους προσωπικούς σταυρούς α-λα-Γολγοθά design και κλαίνε παραπονεμένοι για τους έρωτες που τους σημάδευσαν και καταστρέψανε. Ο Mozz κάνει σαφές με τον ίδιο τον τίτλο της σύνθεσης ότι, για όνομα του θεού, έτσι μεγαλώνουν όλοι και για να κάνει ακόμα πιο σαφές το πιστεύω του παραθέτει και την κλασική «παραβολή» του μεσήλικα περί υγείας. Η οποία μπορεί να φαίνεται ως σαρκασμός (και είναι) αλλά την ίδια στιγμή η ύπαρξή της στη σκέψη του συνθέτη μαρτυράει ότι υπάρχει έστω και σε μακροδυνητικό επίπεδο: ο φόβος της φθοράς υπάρχει ήδη στο μυαλό του Morrissey.

Η στιχουργία του Morrisey ήταν και παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα – πάρτε για παράδειγμα τον απόλυτο κυνισμό του "It's Not You Birthday Anymore". Θα πείτε εσείς βέβαια ότι εδώ μιλάμε για δίσκους, που εμπεριέχουν μεν την ποιητική οδό αλλά ποιητικές συλλογές δεν είναι – και δίκιο θα έχετε σε τελική ανάλυση. Περί μουσικής λοιπόν θα πρέπει να ομολογήσω ότι ο πλούτος των δύο προηγούμενων δίσκων δεν ενυπάρχει στα Χρόνια Της Άρνησης. Πιστεύω ότι, αν και η μπάντα που έχει έξυπνα κρατήσει και διατηρήσει γύρω του ο Mozz τον τελευταίο καιρό τον βοηθάει τα μάλλα σε επίπεδο σύνθεσης και εκτέλεσης, εντούτοις δεν μπόρεσε να παραδώσει έναν τρίτο δίσκο ηλεκτρισμού σαν αυτόν που θέλει ο Morrissey τα τελευταία χρόνια. Απόλυτα λογικό αν σκεφθούμε ότι ο Mozz δεν έχει ησυχία τα χρόνια μετά το 2002: συνεχείς αλλαγές διεύθυνσης (Ιταλία, Πόλη των Αγγέλων, Παρίσι), δύο καταπληκτικοί δίσκοι (You Are the Quarry, Ringleader Of The Tormentors), πυκνές τουρνέ και εμφανίσεις, δική του δισκογραφική (Attack Records). Την ίδια στιγμή, έχουμε για άλλη μια φορά αλλαγή στην καρέκλα του παραγωγού, με τον Αμερικανό Jerry Finn στην τελευταία του αποστολή (1969-2008) να αναλαμβάνει αυτή τη φορά να γίνει ο ενσαρκωτής των ηχητικών οραμάτων του πάντα φιλόδοξου Άγγλου. Μία περίεργη επιλογή, αν σκεφθεί κάποιος ότι ο προαναφερθείς παραγωγός έχει διακριθεί σε δουλειές με αμερικάνικα συγκροτήματα όπως οι Green Day, Rancid, Blink 182 κλπ. Ενδιαφέρον βέβαια το ηχητικό αποτέλεσμα, ειδικότερα από τα μέσα του δίσκου και πέρα όπου ακούμε τεχνικές είτε στη φωνή είτε στα υποστρώματα του ήχου τις οποίες δεν έχουμε ξανακούσει στους γενικότερα γυμνούς από μπιχλιμπίδια δίσκους του Morrissey. Ακόμα και στον προηγούμενο, όπου ο παμμέγιστος Tony Visconti προσελήφθη στη θέση του παραγωγού, η προσέγγιση στα «επιπλέον» του ήχου αφορούσε το άνοιγμα της ηχητικής και όχι το «κέντημα» της.

Με λίγα λόγια, το Years Of Refusal είναι δίσκος που και πάλι θα συντροφέψει στα σίγουρα τις όμορφες και μοναχικές βόλτες των οπαδών του Mozz. Εξίσου σίγουρα, όμως, δεν κατορθώνει να μας καταπλήξει, όπως οι δύο εμέσως προηγούμενοι.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured