15 χρόνια πριν, ένας σπουδαστής του Πανεπιστημίου Rutgers – του μεγαλύτερου ακαδημαϊκού ιδρύματος του New Jersey – ολοκλήρωσε την εφηβική του επανάσταση και συμβιβάστηκε με τη μέση αμερικανική καταγωγή και, επομένως, τις πολιτισμικές του ρίζες. Τέρμα στις τρέλες, λοιπόν, για τον Daniel Smith και ώρα να ξαναπιάσει εκείνη τη Βίβλο η οποία πρέπει να βρισκόταν πάντα σε περίοπτη θέση στο πατρικό του, αν κρίνουμε από την προθυμία με την οποία τον συνόδευσαν τα αδέρφια του στο χριστιανικό όραμα των Danielson – το group που ο Smith έστησε ως φόρο τιμής στην indie αισθητική την οποία, κατά πως φαίνεται, λάτρεψε κατά την οργισμένη (;) εφηβεία του. Ως εδώ, κάπως συνηθισμένα όλα αυτά – για τις Η.Π.Α. τουλάχιστον. Το αξιοπερίεργο είναι ότι οι Danielson έχουν πλέον μια 15ετη καριέρα στις πλάτες τους, όντας σε θέση να κυκλοφορούν ένα best of της πρώτης δεκαετίας (περίπου, γιατί η εκκίνηση δεν ξεκινάει από το 1994, όπως θέλει ο τίτλος). Όπου βρέθηκαν μάλιστα να συνεργάζονται και με τον Steve Albini και τον Sufjan Stevens και να εισπράττουν τρελές βαθμολογίες από έγκυρα μουσικά έντυπα και sites.

Τα βλέπω αυτά, τα διαβάζω και με πιάνει μια απορία, καθώς δεν νιώθω να αντιστοιχούν με τα όσα ακούω στο διπλό Trying Hartz. Που μπορεί να μην ξεκινάει από το 1994, όπως λέει ο τίτλος του, πάντως (υπερ)καλύπτει αντιπροσωπευτικά την πρώτη δεκαετία δράσης των Danielson (αφήνοντας δηλαδή εκτός το Ships του 2006), δίνοντας την απαραίτητη έμφαση στα αρκετά συζητημένα άλμπουμ Tri-Danielson Vol. 1 (1998) και Fetch The Compass Kids (2001). Σκέφτομαι ότι πολλοί πια κριτικοί γράφουν σαν fans – αυτοακυρώνοντας τον ρόλο τους με την αδυναμία τους να επιδείξουν έγκυρη κρίση. Και ότι πολλοί γραφιάδες έχουν «υιοθετήσει» τη Secretly Canadian και τους καλλιτέχνες της, σαν ένα είδος πολιτισμικής ταυτότητας στα zeros. Σκέφτομαι επίσης ότι η indie κοινότητα έχει μια εμμονή με τις ιδιαιτερότητες από μικρά labels, δίχως να ενδιαφέρεται συνήθως να βρει αν η ιδιαιτερότητα μεταφράζεται και σε σπουδαιότητα. Μου περνάει μάλιστα από το μυαλό ότι ίσως και να καλύπτουν κρυφο-χριστιανικές ανησυχίες με τους Danielson, ειδικά με τραγούδια σαν και τα “Thanx To Noah”, “A Meeting With Your Maker” ή το “Lord’s Rest”. Μετά σκέφτομαι και τους ανοιχτά Χριστιανούς, ιδιαίτερα τους νεότερους, οι οποίοι μαύρα μεσάνυχτα έχουν από τα gospel μεγαλεία του παρελθόντος και δικαιολογημένα είναι καχύποπτοι με την αφόρητη πλήξη του CCM: λογικό να βρίσκουν στους Danielson έναν φρέσκο φορέα του Μηνύματος του Κυρίου και της Χάρης του Αγίου Πνεύματος, έτσι όπως τα μουσκεύουν με αναμνήσεις από Pixies και Neutral Milk Hotel και με μια νεο-ψυχεδελική pop α-λα-Gorky’s Zygotic Mynci. Και σημειώστε, παρακαλώ, ότι μου αρέσουν και τα τρία προαναφερόμενα παραδείγματα.

Υποθέτω ότι η κριτική αποδοχή την οποία απολαμβάνουν οι Danielson οφείλεται λίγο-πολύ στους παραπάνω λόγους. Τους αναγνωρίζω πως πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση, όχι τόσο ηχητικά, όσο για τους στίχους που βάζουν στις συγκεκριμένες μελωδίες και για τα όσα κάνουν επί σκηνής. Το ζούνε ειλικρινά το χριστιανικό τους όραμα και το υπερασπίζονται με πειστικά σόου και με καλούς (γενικά) στίχους, γύρω από τον Κύριο, τη νεότητα ή τη θέση μας σε έναν σύγχρονο, πολύπλοκο και διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Και οι ενορχηστρώσεις τους έχουν ενδιαφέρον: είναι απλές, αλλά έξυπνες. Αυτό, όμως, που δεν έχει κανένα ενδιαφέρον είναι οι υποτυπώδεις, κουραστικές και επίπεδες μελωδίες τους. Οι οποίες και τις επιρροές τους προδίδουν εύκολα, αλλά και την ανικανότητά τους για κάτι πιο ευφάνταστο από το να αποτελέσουν «χαλί» για τους στίχους. Σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις αλλάζει το σκηνικό και είναι εκεί όπου σημειώνονται οι πιο αξιομνημόνευτες επιδόσεις των Danielson στην τραγουδοποιΐα: π.χ. στο “A No No”, στο “Pottymouth”, ή στο “Don’t You Be The Judge”, το οποίο ακούμε εδώ σε μια όμορφη ζωντανή εκτέλεση. Ύστερα, είναι και ο ίδιος ο Daniel Smith προβληματικός. Χαρακτηριστική η φωνή του, δεν λέω, αλλά γιατί να αποσιωπήσουμε πως είναι επίσης και υπερβολικά περιορισμένη σε δυνατότητες, με αποτέλεσμα όλα να τραγουδιούνται με τον ίδιο, λιγάκι τσιριχτό, τρόπο;

Το Trying Hartz δεν δικαιώνει όσους σκορπίζουν απλόχερα βαθμούς και αστεράκια στους Danielson, παρουσιάζοντάς τους ως «κρυμμένο θησαυρό» ή πρωτοποριακό group μεγάλου βεληνεκούς. Τέτοιες συμπεριφορικές, οι οποίες δεν αρμόζουν σε συνειδητοποιημένους μουσικοκριτικούς, λιβανίζουν απλώς προσωπικές εμμονές χαρωπής διαφορετικότητας, διαιωνίζοντας συνάμα τις πάγιες αδυναμίες ψύχραιμης αποτίμησης της indie, εν προκειμένω, μουσικής φυλής (προς αποφυγή παρεξήγησης, τέτοιες αδυναμίες έχουν λίγο-πολύ όλες οι περιχαρακωμένες μουσικές φυλές). Οι Danielson είναι μια απλή ιδιαιτερότητα στον μουσικό χάρτη, η οποία έχει επιζήσει 15 χρόνια τώρα χάρη σε αυτήν και χάρη στη χριστιανική της στιχουργική – όχι χάρη στις μουσικές της επιδόσεις ή στη δύναμη του καλλιτεχνικού της οράματος.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured