Άντε, λοιπόν, και εντάσσουμε το Hymn To The Immortal Wind στην κλασικότροπη εργογραφία των ημερών μας. Άντε κι αρχίζουμε την, μετά πολλών θαυμαστικών, οργανική καταμέτρηση, που κατά πως φαίνεται περιλαμβάνει βιολιά, φλάουτα, τύμπανα, glockenspielen (έλα το γερμανικό) και λοιπούς ενοίκους μιας τυπικής ορχήστρας δωματίου. Πλαισιώνουμε, κατόπιν, το όλον με μερικές κορώνες περί ρομαντικών του 19ου αιώνα και post rock επιγόνων τους, κι έτοιμο το μεγαλόσχημο συμπέρασμα – λίγο πριν έχουμε διανθίσει με Μπετόβεν, Βάγκνερ και τσαϊκόφσκια μπαλέτα, μηδενίζοντας με συνοπτικές το «απροσμέτρητο βάθος» του γνωσιακού μας πλούτου επί του θέματος. Πάνω σε ποια βάση όμως; Εκτός εάν όποιος διαθέτει γούστο καλλιεργημένο – τώρα να του φορέσω τα εισαγωγικά του – έχει εξ’ αρχής εξασφαλίσει για το μουσικό του πόνημα αισθητική ανάλογης στάθμης με εκείνη των επιλεγμένων πρώτων υλών του. Οπότε, τσάμπα παιδευόμαστε κι εμείς μπας και καταφέρουμε κάποτε να ξεφύγουμε λίγο απ’ τα «πώς», για να προσεγγίσουμε τα «γιατί» – λέμε τώρα.

Επειδή, ωστόσο, διακρίνω πρόσφορο έδαφος για παρεξηγήσεις, σπεύδω να δώσω τις απαραίτητες διευκρινίσεις. Αν κάνετε τον κόπο και ανατρέξετε στο ντεμπούτο των Γιαπωνέζων (Under The Pipal Tree), πίσω στο πρώτο έτος της νέας χιλιετίας, θα ανακαλύψετε ένα συμπαθές άλμπουμ, στημένο με πρωτογενή υλικά, πολύ λίγο διαφοροποιημένα από αυτά της περίπτωσής μας: διαστρωματωμένες κιθάρες, στερεοτυπικές post rock κλιμακώσεις άνευ τελείας, παιχνίδι με τις εντάσεις, ποδοβολητό πάνω στις κάσες, κεντημένες με την πένα μελωδίες και κλασικίζοντα περάσματα. Γιατί, λοιπόν, ενώ εκείνο το ολίγον μακρινό πια εξηντάλεπτο, μοιάζει άγουρο, επίπεδο και εμφανώς σκαρφαλωμένο σε ξένες πλάτες, το Hymn To The Immortal Wind απ’ την άλλη, αποτελεί κατά πολλούς, του γράφοντος μη εξαιρουμένου, την κορυφαία φουλ ηχογράφησή τους από καταβολής Mono;

Καταγράφω την αναλογικά τρισδιάστατη παραγωγή του Steve Albini και το ωριμασμένο drumming του Yasunori Takada – από ογκώδεις δερματικές βυθομετρήσεις μέχρι αλαφροπατήματα στα πιατίνια – αλλά στέκομαι αλλού. Συγκεκριμένα, στον τρόπο που οι Mono απλώνουν στον χώρο τις μελωδικές τους προόδους – σε επίπεδο ροής, συνοχής και αισθητικής. Εδώ διεκδικούν προφανή εύσημα και μάλιστα σε επίπεδα σχεδόν αμφιλεγόμενα, ουκ ολίγες απ’ τις επώνυμες μεγαλοφυΐες του κλασικού χωροχρονικού σύμπαντος. Αλλά και η ίδια γιαπωνέζικη τετράδα, πέραν των σχεδόν ομολογημένων ηχητικών «υπεξαιρέσεων», εκδηλώνει έντονες αυτό-αναδομητικές τάσεις, παράγοντας μελωδίες σπάνιας ευγένειας, λες και τις διατρέχει αόρατα κάποιος ιπποτικός κώδικας ηθικής.

Ως συνεπείς φορείς του εν λόγω κώδικα, οι κιθάρες των κυρίων Taka και Yoda επωμίζονται την πυρηνική ευθύνη της μελωδίας. Δυο παράξενοι σολίστες με πεταλιέρες και ενισχυτές, ανάγουν το λεγόμενο tremolo picking σε υμνητικό μέσο του μεγαλείου της φύσης. Φανταστείτε τον Dick Dale να ξύνει μανιωδώς τις “Μισιρλού” νότες πάνω στις αναποδογυρισμένες χορδές της κιθάρας του, φυσώντας θεόρατα κύματα προς τέρψη των σέρφερ της Δυτικής ακτής και κάντε την απαραίτητη αναγωγή. Μόνο που τούτη τη φορά, ο υγρός όγκος ανήκει σε μια ακατοίκητη λίμνη της Ιαπωνίας, βγαλμένη από κάποια ταινία του Κιμ Κι Ντουκ, κι ο αθάνατος άνεμος μεταμορφώνει κυκλικώς αέναα τη μυστηριώδη επιφάνειά της.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured