Εδώ και 4-5 άλμπουμ οι Motörhead έδειχναν να την έχουν χάσει εκείνη τη ρέμπελη, ατίθαση φλόγα, που τους αναγόρευσε σε μια από τις πιο επιδραστικές (και πιο απολαυστικές) μπάντες του βρετανικού metal ή, αν προτιμάτε, του σκληρού rock ‘n’ roll. Όχι ολότελα –γιατί στη σκηνή παρέμεναν εκρηκτικοί και ορεξάτοι, όπως έχω πιστοποιήσει και ιδίοις όμμασι. Δισκογραφικά, όμως, άλμπουμ σαν τα Hammered, Inferno και Kiss Of Death έδειχναν να μην έχουν κανέναν άλλο λόγο ύπαρξης από το να δώσουν αφορμή σε ακόμα μία τουρνέ ανά τον πλανήτη.
Δεν περίμενα λοιπόν τίποτα περισσότερο από το Motörizer, άσχετα αν ως αφοσιωμένος φίλος φρόντισα να το προμηθευτώ. Με μια καθυστέρηση βέβαια, ομολογώ... Αλλά δεν φταίω μόνο εγώ –βάλτε τα και με την εταιρεία διανομής, η οποία είτε αμέλησε, είτε δεν ενδιαφέρθηκε να μας το στείλει, οπότε ας μην περιμένει από μένα να την αναγράψω στα credits. «You win some, you loose some, it’s -all- the same to me».
Αλλά το Motörizer αποδείχθηκε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Αποδείχθηκε δηλαδή το καλύτερο άλμπουμ του Lemmy, του Phil και του Mikkee από το Bastards και μετά –και σημειώστε παρακαλώ ότι πάνε 15 χρόνια από τότε– και στρογγυλοκάθισε με θρασυπουστιά και άνεση στο CD player μου, απαιτώντας τη μία ακρόαση πίσω από την άλλη. Πώς το κάνουν οι άτιμοι οι Motörhead, δεν μπορώ να σας πω. Το ίδιο πράγμα παίζουν εδώ και αμέτρητα πια χρόνια, απ’ όταν πήγαινα σχολείο ως τώρα. Το γνωστό, γρήγορο, σκληρό, ασυμβίβαστο rock ‘n’ roll, το γνωστό μείγμα ακόρντων με punk attitude με παραδοσιακές metal κιθάρες, με τα γνωστά ...οστρογοτθικά φωνητικά και τους στίχους εκείνους που κάνουν τα (περισσότερα) κορίτσια να τους σιχαίνονται και διάφορα εύθραυστα αγοράκια να τρέχουν να κρυφτούν στον ρομαντικό indie, έντεχνο και δεν ξέρω τι άλλο κόσμο τους. Μουσική από άντρες για άντρες, λέει ο Τζιρίτας. Και πιστεύω πως έχει δίκιο. Σιχαίνομαι που συμφωνώ μαζί του, όμως έχει απόλυτο δίκιο.
Εδώ λοιπόν δεν παίζουν ούτε συμβιβασμοί, ούτε σκαμπανεβάσματα, ούτε κανά ηχοτοπίο με 2-3 κομματάρες και δέκα γεμίσματα από πίσω, έτσι για να βγει ο δίσκος και να τελειώνουμε. Από το πρώτο δευτερόλεπτο ως το τελευταίο και για 39 λεπτά, οι Motörhead παίζουν λες και βούτηξαν στη μαρμίτα του δρυΐδη, λες και ξανάγιναν νέοι. Ιδρώνουν, κοπανιούνται, γκομενίζουν, φτύνουν στα μούτρα ό,τι τους ενοχλεί (τον Χριστιανισμό σταθερά, αλλά και τους πολιτικούς αυτή τη φορά). Και γενικά το «ζουν στα στενά», όπως λέει και ο John Pikpas, οδηγώντας κι εσένα σε non-stop εκρήξεις αδρεναλίνης, ειδικά με κάτι “Teach You How To Sing The Blues”, “Rock Out”, “Buried Alive” και “The Thousand Names Of God” (για να μη βάλω και το “Heroes” δηλαδή και με κράξετε). Αν αναρωτιέστε με τι περίπου μοιάζουν οι συμφωνίες αιώνιας νεότητας με τον Μαμμωνά, ρίξτε μια ακρόαση στο Motörizer, να δείτε τι κάνει ο Lemmy στα 63 του...