Με το ντεμπούτο άλμπουμ τους Bring It On πίσω στο 1998, οι Gomez σήκωσαν συζητήσεις και κέρδισαν το βραβείο Mercury. Αν και τα βραβεία δεν αποτελούν τελικά κριτήριο – τουλάχιστον όχι για όλους – καθώς τις περισσότερες φορές είναι ένα καλοστημένο σικέ σόου. Στον αντίποδα, κριτήριο μπορεί να είναι η διάρκεια μιας μπάντας, όπως επίσης και το πότε η μπάντα επιλέγει να σιωπήσει ή να επικοινωνήσει με τον κόσμο. Οι περισσότεροι δυστυχώς μηρυκάζουν... Σαν τις κατσίκες. Δεσμεύονται από την υποχρέωση να βγάζουν όσα άλμπουμ έχουν συμφωνήσει με τις εταιρείες τους και βγάζουν με το κιλό μετριότητες απευθυνόμενες σε μετριότητες. Η παρέα των πέντε νεαρών από το Southport μάς χτυπά λοιπόν ξανά την πόρτα μ’ ένα νέο δίσκο, τον έκτο κατά σειρά σε μια μουσική πορεία χαμηλού προφίλ, διάρκειας 10 σχεδόν χρόνων. Επιστρέφοντας, όπως διατείνονται, στα βασικά, στις ρίζες τους: στα blues, στη folk, στην ψυχεδέλεια και στο krautrock.

Το A New Tide ανοίγει με ακουστικές folk κιθάρες και ηλιόλουστες γήινες μπαλάντες, οι οποίες γρήγορα γυρίζουν σε πιο ηλεκτρικά pop μονοπάτια. Για να αλλάξουν κατόπιν ξανά σε ατμόσφαιρες που θυμίζουν Coldplay (“Mix”), δίνοντας στη συνέχεια τη σκυτάλη στην alt-country ως πρώτη ύλη, με τις κιθάρες να ακολουθούν rock riffs (“Little Pieces”). O δίσκος κυλάει με το μπάσο να παίζει σε πιο κλαμπίστικες διαθέσεις με blues-jazzy αγγίγματα, ενώ ο ρυθμός κορυφώνεται με pop πλήκτρα και φωνητικά τύπου «λα-λα-λα», εκτελεσμένα απ’ όλη την παρέα των Gomez (“If I Ask You Nicely”), τα οποία λίγο αργότερα θα έχουν τη σφραγίδα των Primal Scream. Οι εναλλαγές σε κάθε τραγούδι αρκετές: η country αλλάζει σε pop, η pop φοράει τη μάσκα του rock και το rock κολυμπάει ανάμεσα στο prog, την ψυχεδέλεια και τα kraut - new wave μπιτάκια, για να επιστέψει άλλοτε στη folk κι άλλοτε σε μια θολή indie αισθητική.

Ενώ όμως φαίνεται ότι έχουν μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες, οι Gomez του A New Tide αποφασίζουν να φτιάξουν έναν δίσκο με κεντρικό άξονα όχι τόσο την ίδια τη μουσική τους, όσο μια ασαφή πολυσυλλεκτικότητα. Με τη συνδρομή δηλαδή των extra μουσικών – όπως η τραγουδίστρια Amy Milan, ο μπασίστας Josh Abrams, ο τσελίστας Oliver Krauss και ο Stuart Bogie στα πνευστά και στα κίμπορντς – ο δίσκος αποκτά ένα fusion χρώμα, πράγμα που του προσδίδει ένα αρχικό ενδιαφέρον. Ενώ όμως η ανάμιξη των ιδιωμάτων μοιάζει να λειτουργεί εν πρώτοις, όσο εξελίσσεται η ακρόαση βρίσκεις πως καθένα από αυτά αποδίδεται ακατέργαστα και πρόχειρα: όχι σαν οργανικό μέρος κάθε τραγουδιού, αλλά σαν κάτι εμβόλιμο. Έτσι το συγκεκριμένο concept παύει να λειτουργεί υπέρ των Gomez και γυρίζει γρήγορα μπούμερανγκ. Δημιουργώντας ένα δυσκοίλιο και παραφορτωμένο ηχητικό σκηνικό, ανίκανο να τους προσφέρει εκείνη την ανανέωση που μάλλον έψαχναν και χρειάζεται πλέον η καριέρα τους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured