Το να γράφεις κριτικές είναι όμορφη απασχόληση. Κάνεις περίπου αυτό που ούτως ή άλλως θα έκανες: ακούς δίσκους, σκέφτεσαι πάνω σ’ αυτούς, κατεβάζεις από τα ράφια παλιά αντίστοιχα ακούσματα, κατηγοριοποιείς, αποφασίζεις, γράφεις. Όταν πέφτει στα χέρια σους ένας κακός δίσκος σκέφτεσαι τρόπους για να τον θάψεις. Όταν πέφτει ένας καλός δίσκος, σκέφτεσαι τρόπους για να τον αναδείξεις. Στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, το πράγμα έχει ενδιαφέρον. Όταν όμως έχεις μπροστά σου έναν δίσκο που δεν θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις κακό αλλά δεν θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις και καλό, τα πράγματα γίνονται δύσκολα.

Ο Wes Charlton είναι ένας συμπαθητικός πιτσιρικάς από τη Virginia και αγαπάει πολύ τον Dylan, τον Lennon, τον Elvis, τον Young. Δεν μιμείται κανέναν. Μόνο που τα ακόρντα του είναι λίγο πιο Dylan απ’ ότι θα ήθελα και η φωνή του λίγο πιο Mellencamp απ’ ότι θα άντεχα. Αλλά δεν είναι κακός. Ροκάρει όπου νομίζει ότι το σηκώνουν τα τραγούδια, κληρονομεί τον ήχο της φυσαρμόνικας του Young και την τεμπελιά του Elliott Smith, χρησιμοποιεί κοντραμπάσο και βιολί και τσέλο και banjo αλλά...

Αν και διαρκεί μόλις 43 λεπτά ο δίσκος κυλάει αργά, τόσο που το να γράφεις κριτική γι’ αυτόν γίνεται μια δοκιμασία μυθική. Παρ’ ότι έχεις κοιμηθεί καλά, ο Wes λειτουργεί ως υπνωτικό: το κεφάλι γέρνει, τα βλέφαρα βαραίνουν και ταξιδεύεις – ημισυνειδητά/ημιασυνείδητα – πίσω στην παιδική σου ηλικία τότε που υπήρχε ακόμη το μάθημα του Επαγγελματικού Προσανατολισμού στο σχολείο: «Προτείνω να γίνεις μαθηματικός. Μπορεί να κινδυνεύεις να μείνεις στα Μαθηματικά αλλά αν διαβάσεις, μπορείς να τα πας πολύ καλά». Δεν ξέρω τι θα συνέβαινε αν είχα διαβάσει περισσότερο και είχα γίνει μαθηματικός, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα έπρεπε να γράψω για τον δίσκο του Wes Charlton: έναν δίσκο που δεν το λες καλό, αλλά δεν τον λες και κακό. Τον λες όμως σίγουρα βαρετό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured