Η Frida Hyvοnen (δείχνει να) είναι μια συμπαθέστατη ύπαρξη, η οποία κατάγεται από τον παγωμένο ευρωπαϊκό βορρά και πιο συγκεκριμένα από τη Σουηδία. Το Silence Is Wild είναι ο δεύτερός της δίσκος, όπως μπορείτε να πληροφορηθείτε και μόνοι σας αν δεν βαριέστε να το ψάξετε. Το βασικό όμως ερώτημα για όσους διευρύνουν τις μουσικές τους γνώσεις είναι αν υπάρχει λόγος να διατηρήσουν στις λίστες του εγκεφάλου τους το όνομα της Σουηδέζας φίλης μας.

Βέβαια, θα μου πείτε – και με το δίκιο σας ίσως – ότι αποτελεί γνώρισμα μόνο των μεγάλων μουσικών να βελτιώνουν ραγδαία και αιφνίδια το στάτους του ακροατή. Ο κόσμος της μουσικής είναι άλλωστε γεμάτος με πολλούς μέτριους, ή έστω καλούς καλλιτέχνες, και λίγους, ελάχιστους που κρίνονται ως άξιοι να φέρουν το επίθετο «μεγάλος». Και αυτοί οι πολλοί μπορεί να μην συγκλονίζουν το είναι σου, αλλά, όσο να ’ναι, προσθέτουν κάτι στο πολύχρωμο μωσαϊκό των συναισθημάτων που απορρέουν από το συγκεκριμένο είδος τέχνης. Ε, λοιπόν, η δεσποινίς Frida Hyvonen μου προσέφερε ελάχιστα, για να μην πω τίποτα και φανώ κακός. Ίσως οι φίλτατοι Σουηδοί, οι οποίοι απ’ ότι ενημερώθηκα εκτιμούν πάρα πολύ τη συμπατριώτισσά τους, ή οι ακόμα πιο φίλτατοι στο (αξιολογότατο) label της Secretly Canadian – το οποίο έχει αναλάβει να μεταφέρει στον εκτός Σουηδίας κόσμο τα αποστάγματα της μουσικής της – να αντιλαμβάνονται κάτι που εμένα επιμένει να διαφεύγει. Δεν ξέρω, αλλά επειδή καλούμαι να γράψω την προσωπική μου εκτίμηση (με τα όποια, ελάχιστα έστω, ψήγματα εγκυρότητας που αυτή διαθέτει), νομίζω ότι το Silence Is Wild είναι ένα σύνολο δεκατριών συνθέσεων που δύσκολα φτάνει το επίπεδο του μετρίου, όντας άνευρο ως γενική αποτίμηση.

Η αλήθεια, βέβαια είναι, ότι η Hyvönen δεν παρέδωσε στον μουσικό κόσμο μια προχειρότητα. Έχω την αίσθηση, μάλιστα, ότι κόπιασε αρκετά για να καταφέρει να εντυπώσει στο cd το προσωπικό της μουσικό όραμα όσο καλύτερα μπορούσε. Είναι όμως αυτή η οδός που έχει επιλέξει ή ακόμα και το ίδιο της το όραμα (βαριά κουβέντα ίσως) με το οποίο έχω πρόβλημα. Το είδος στο οποίο κινείται είναι αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε singer/songwriter (εννοώντας την απλή και συνήθως ακουστική ενορχήστρωση που χρησιμοποιείται από μουσικούς οι οποίοι θέλουν να διηγηθούν τις πονεμένες ή μη ιστορίες τους). Η χρήση του όμως στο Silence Is Wild γίνεται με μελιστάλακτες μπαλάντες, οι οποίες βασίζονται στο πιάνο της Hyvonen (πλαισιωμένο από μια λιτή ενορχήστρωση με μπάσο, κάποια τύμπανα, synthesizers και κάποια έγχορδα) και διηγούνται ιστορίες με ποικίλη θεματολογία, όπως για τον πρώτο έρωτα, για ταξίδια, για διάφορες παρεξηγήσεις, πουλιά, πόνυ, αγάπες και διάφορα άλλα γυναικεία θέματα (επιτρέψτε μου τον διαχωρισμό). Ίσως να είναι και αυτός ένας από τους λόγους που αδυνατώ να κατανοήσω την καλλιτεχνική αξία της συγκεκριμένης δουλειάς. Πάντως, ακούγοντας τον δίσκο, μου ήρθε στο μυαλό η παρομοίωση της συνθέτριας με μια νεαρή αριστοκράτισσα η οποία ζει τη ζωή της ονειροπολώντας σε μια βικτωριανή έπαυλη στην εξοχή της Αγγλίας του 19ου αιώνα. Ως εκ τούτου δεν μπορώ να αντιληφθώ τις σφαίρες στις οποίες πετάει η φαντασία της δημιουργού, πόσο μάλλον να ταυτιστώ με τις ιστορίες ή έστω με τις μπαλάντες της, που νομίζω ότι μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν από τα λεγόμενα τρία α: άοσμες, άχρωμες και άγευστες.

Στα (λίγα) θετικά πάντως που μπόρεσα να διακρίνω στο Silence Is Wild, είναι το γεγονός ότι η Hyvönen δείχνει να ξέρει να χρησιμοποιεί την, ούτως ή άλλως καλή, φωνή της με επιδέξιο τρόπο. Κάτι που μπορεί να έχει κάποιο ενδιαφέρον, όπως επίσης και μερικές αξιόλογες συνθέσεις όπως το “Birds” ή το “Oh Shanghai”. Στοιχεία πάντως τα οποία δεν με πείθουν να ξαναπατήσω το play, και για να είμαι ειλικρινής μάλλον δεν με πολυπείθουν να ασχοληθώ περαιτέρω στο μέλλον με τη Σουηδέζα δεσποινίδα. Μακριά και αγαπημένοι, όπως έλεγαν και στο χωριό μου…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured