Ή αλλιώς, πώς από υπάλληλος γίνεσαι περιζήτητος bluesman. Για τον David Viner ήταν μάλλον μονόδρομος, όπως λέει κι ο ίδιος: την ώρα που βγήκε απ’ την κοιλιά της μάνας του, ήταν μπλαβιασμένος και τα μάτια του κατακόκκινα επειδή είχε περασμένο γύρω από το λαιμό του, τον ομφάλιο λώρο (cord). Πέρα από το grosse θέαμα και το ψυχολογικό νταραβέρι του απογαλακτισμού, ο Viner έδωσε έναν άλλο συμβολισμό στο συμβάν κι από τότε ασχολείται με ακόρντα (chords). Με μια κιθάρα στο χέρι και πολλά blues στο κεφάλι έζησε μέχρι την ενηλικίωση.

Κάποια στιγμή γύρω στο 2000 βρέθηκε να δουλεύει – ως υπάλληλος στο τμήμα merchandise – στην ευρωπαϊκή περιοδεία των Αμερικανών Von Bondies, οι οποίοι όταν τον άκουσαν να παίζει για την πλάκα του, του ζήτησαν να ανοίγει τις συναυλίες τους μέχρι το τέλος της περιοδείας. Το ίδιο συνέβη και λίγο αργότερα στην περιοδεία των Soledad Brothers, όπου ο Viner δούλευε – πάλι – ως υπάλληλος στο τμήμα διακίνησης. Τον είδαν, τον άκουσαν κι έπαιξε μαζί τους μέχρι το τέλος κι εκείνης της περιοδείας. Οι Von Bondies, όμως δεν τον είχαν ξεχάσει. Τους είχε εντυπωσιάσει τόσο, ώστε το 2003 τον προσκάλεσαν στο Detroit και του έκλεισαν το πρώτο του συμβόλαιο για δίσκο. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός.

Φέτος ο David, κυκλοφορεί τον τρίτο του δίσκο με τίτλο Among The Rumors And The Rye, ξεφεύγοντας τόσο από το μοδάτο τοπίο της alt-country, όσο και από το εύπεπτο blues σκηνικό, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί τελευταία. Το άλμπουμ έχει 12 tracks, που απλώς σε παίρνουν μαζί τους χωρίς να προλάβεις να πεις κουβέντα. Τι κι αν δεν είναι Αμερικάνος; Ο Viner παίζει τη σύγχρονη εκδοχή των blues και της country, χωρίς να ακούγεται σαν άλλος ένας μίμος του Dylan ή του Young (επιτέλους). Σκληρό μέταλλο στη φωνή του Viner, η οποία «γράφει» πολύ καλά, παρ’ όλο που δεν μπορεί να ανέβει πολύ ψηλά. “Dig A Hole” στο νούμερο 4 του δίσκου και τώρα ξέρω πώς θα ακουγόταν ο Cave αν αποφάσιζε να μείνει για λίγο στην Arizona – την εποχή όμως που ήταν ακόμα οργισμένο νιάτο. “Get Through This” με τα κλαρινέτα και τα σαξόφωνα σε πρώτη ζήτηση και από δίπλα το μπάντζο και το πιάνο, σε μία ατμόσφαιρα εκλεπτυσμένου ταβερνείου. Γυμνή ακουστική κιθάρα στην μπαλάντα “Won’t Cry Again”, περισσότερος ηλεκτρισμός και πολύ reverb στο “Thorn In My Side”, spiritual αναφορές στο “Bow Your Head” με χορωδιακά δεύτερα φωνητικά. Ρυθμικά drums, ευαίσθητο τσέλο (Alice Lascelles) και πολύ καλό μπάσο (John Cheeseman), σε έναν δίσκο με έντονο συνολικά το στοιχείο της ισορροπίας.

O τύπος φτιάχνει μουσική που κυλάει, χωρίς υπερβολές και σάλτσες, με δυνατές μελωδίες, καλή ενορχήστρωση και παραγωγή (Ed Harcourt, ναι, ο γνωστός singer/songwriter), αλλά πάνω απ’ όλα με έμπνευση. Όταν το 2000 ο John Lee Hooker άκουσε την βρετανική προφορά του Viner, είπε: «Θα σε λέω “Mr. David Viner”» - κι από τότε του έμεινε. O Mr. David Viner, λοιπόν, θα κάνει πολλούς «συναδέλφους» του να σκάβουν τρύπες για να κρυφτούν με αυτόν τον δίσκο. So, keep digging, Lazarus, keep digging…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured