Ο Otto σηκώνεται από τον τάφο του, αλωνίζει σαν ζόμπι πλέον τους δρόμους του Βερολίνου, γνωρίζει δύο αδέρφια σκηνοθέτες και παίρνει μέρος σε ένα πορνογραφικό θρίλερ με νεκραναστημένους. Στην πορεία καταβροχθίζει όποιον του σταθεί εμπόδιο και προσπαθεί να βρει τον εραστή που είχε πριν πεθάνει. Η ασύλληπτη φαντασία του σκηνοθέτη Bruce LaBruce παίρνει σάρκα και οστά (όσο μπορείς να το πεις αυτό για ένα φιλμ με ζόμπι φυσικά!), σε μια ταινία-αποκάλυψη της χρονιάς που πέρασε. Ακραίο, ωμό, αποπνέει έναν πρωτόγονο και βίαιο ερωτισμό, και όλα αυτά με φόντο το underground βερολινέζικο τοπίο.

Με τέτοιο βέβαια περιεχόμενο το φιλμ έπρεπε φυσικά να κινηθεί αναλόγως και όσον αφορά στη μουσική του. Αν και αρχικά υπήρχε η ιδέα να συμμετέχουν στο soundtrack ονόματα όπως οι Antony & The Johnsons ή οι Cocorosie, ο LaBruce επέλεξε τελικά άλλους καλλιτέχνες, από ετερόκλητες μουσικές οικογένειες, ώστε να συνεισφέρουν στο εκκεντρικό του πόνημα. Η μουσική επένδυση είναι λοιπόν και αυτή ψυχρή, καθόλου χαρούμενη, και με ελάχιστη διάθεση να κάνει τον ακροατή να περάσει καλά. Καθώς θα ακούτε όμως το soundtrack θα φανταστείτε ότι ζείτε μαζί με τον Otto σε αυτό το περίεργο ταξίδι του. Με την ambient έναρξη του “Descent” του Mikael Karlsson, ο Otto ξυπνάει σιγά-σιγά από τον αιώνιο ύπνο. Η αργόσυρτη κιθάρα που ακούγεται στο “Halfway Between The World And Death” του Jean-Louis Huhta προκαλεί κατόπιν τις πρώτες ανατριχίλες. Κι αυτή η ατμόσφαιρα διαρκεί μέχρι να έρθει το “Kill Your Gods” από τους Pandas Of Black Metal, μια τρομερή industrial dance κομματάρα που σε παίρνει και σε σηκώνει και πρέπει να γίνει club hit οπωσδήποτε! Η συνέχεια είναι πιο πειραματική, παίρνει στοιχεία από τη noise, το drone, και τη hard dance, όπως π.χ. στην περίπτωση του καταιγιστικού “Discohell” των Living Dead Boys.

Οι βιομηχανικοί ήχοι είναι πιο υποτονικοί, ενώ δεν λείπουν και ερωτικές μπαλάντες-ύμνοι στον ομοφυλοφιλικό έρωτα, όπως το “Mario And Dario” των Misty Roses. Καθώς το soundtrack φτάνει προς το τέλος, η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο βαριά, όπως ακριβώς εξελίσσονται και τα «συναισθήματα» του ήρωα. Κάποια κομμάτια θα μπορούσαν βέβαια να λείπουν, είτε γιατί έχουν υπερβολική διάρκεια και κουράζουν, είτε γιατί απλά περνάνε αδιάφορα και το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν μια μικρή «κοιλιά» σε μια κατά τα άλλα τόσο καλή συλλογή. Το αποτέλεσμα πάντως είναι ότι ο LaBruce κατάφερε με επιτυχία να «ντύσει» ηχητικά μια ταινία στην οποία η μουσική, πότε ήρεμη και πότε οργισμένη, είναι ο τρόπος έκφρασης του ήρωα, που δυσκολεύεται να μεταδώσει με άλλο τρόπο στον θεατή όσα νιώθει και ζει. Το soundtrack τον δικαιώνει πλήρως, μιας και μπορεί οι μουσικές που έχει επιλέξει να είναι πολύ διαφορετικές, βγάζουν όμως ένα δυνατό και απολαυστικό σύνολο. Τα ζόμπι ξέρουν από μουσική τελικά...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured