Το περιοδικό iDJ έγραψε για τον Michael Mukhopadhyay (καλά έκανε και το άλλαξε, με τέτοιο επίθετο εγώ θα είχα κάνει μέχρι και μήνυση στον πατέρα μου) πως «not a week goes by in dance music when you don’t hear someone new trying to imitate Monday’s trademark sounds». Εκτός του ότι δεν κατάλαβα τι εννοεί το περιοδικό (και νομίζω βάσιμα πως μπλοφάρει, πιστεύοντας στο ότι ο αναγνώστης του είναι βλαμένος), δυο τινά συμβαίνουν: είτε εγώ πήρα κατά λάθος το εν λόγω cd από τη στοίβα του Χάρη, είτε όντως μιλάμε για μια ακόμη περίπτωση υπερεκτιμημένου DJ, σαν π.χ. αρκετούς από το ρόστερ της δικής μας Klik. ΟΚ, τεχνικός ήχου μπορεί να μην είμαι, αλλά η παραγωγή είναι όντως καλή. Κι εδώ σταματάνε τα καλά λόγια. Γιατί μπορεί να περνάω μεν την ηλεκτρονική μου φάση και να χώνω τη μύτη μου μέσα σε οτιδήποτε «file under electro», αλλά αυτό δεν σημαίνει πως αναμειγνύοντας ΟΛΑ τα μουσικά είδη, ως ένα τεκμήριο έξωθεν καλής μαρτυρίας σχετικά με το πόσο «πολυσυλλεκτικός είσαι στις επιρροές σου», σώνει και καλά θα πετύχεις.

Έχω ένα θέμα με τους δήθεν «ανοιχτούς» σε επιρροές καλλιτέχνες. Μου θυμίζουν τις γκόμενες των καλλιστείων που τις ρωτάνε «τι μουσική ακούς γλυκειά μου;» κι εκείνες, ακριβώς επειδή δεν ακούνε ΤΙΠΟΤΑ απολύτως, απαντάνε «τα πάντα!». Ε, όχι! Δεν γίνεται να σου αρέσουν όλα τα μουσικά ρεύματα, ούτε γίνεται να βάζεις στο ίδιο καζάνι funk, disco, house, techno, hip hop, τζαζ κι ηλεκτρονική λες κι είναι η μαρμίτα του Πανοραμίξ με τον μαγικό ζωμό, εκτός αν είσαι κι εγώ δεν ξέρω ποιος – ο Γιώργος Καμπουρίδης ή ο Herbie Hancock. Όπως εγώ δεν γίνεται να γράφω καλά και για μουσική και για σινεμά και για πολιτική και για θέματα υγείας (συνήθως δεν καταφέρνω ούτε καν στο πρώτο), έτσι κι εσύ πρέπει να καταλάβεις πως το να ηχογραφήσεις ένα άλμπουμ όπως τα περισσότερα σύγχρονα ελληνικής εσοδείας (λίγο ζεϊμπέκικο, λίγο μοντέρνο, λίγο pop, λίγο λαϊκό, λίγο έντεχνο, όλα στο μαγικό πακέτο του ενός), δεν αποτελεί τεκμήριο ποιότητας, αλλά μπερδεγουέι (σ.σ: συνδυασμός του «μπέρδεμα» και του «by the way») που καταλήγει σε ένα παροιμιώδες γαμωσταύρισμα εκ μέρους του ακροατή – και στο κατέβασμα όλων των καντηλιών από τη Μονή Βατοπεδίου.

Ε, ναι, δηλαδή, βαρέθηκα. Φριχτά. Δεν αμφιβάλλω πως ο Οξφορδιανός Mike Monday είναι αδιαμφισβήτητα ένας nerd της κονσόλας – συνεργάστηκε άλλωστε, πριν αρκετά χρόνια, και με τον Andy Cato των Groove Armada. Είναι όμως σαν εκείνους τους τύπους που ξεπηδήσανε από τη γραφομηχανή του Jack Nicholson στο Shining: «All work and no play make Jack a dull boy». Δεν έχει διάθεση να παίξει με τα υλικά του, να λερώσει τα χέρια του στο χώμα, να κυλιστεί στη λάσπη, να βρομίσει την παραγωγή του. Ένας επίπεδος (και σίγουρα όχι πολυεπίπεδος) δίσκος φτιαγμένος με έναν flat ακαδημαϊσμό, σαν το αγαπημένο σου φαγητό μαγειρεμένο με τον χειρότερο τρόπο. Σαν μια γκόμενα πανέμορφη, αλλά ψυχρή – θελκτική, αλλά απόμακρη. Που ενώ θέλεις να της κάνεις τα μύρια όσα στο κρεβάτι (ίσια, ανάποδα, στα 4, στα 8, κρεμασμένος από το πολύφωτο, στη στάση Λυσσιατρείο), εκείνη τελικά αποδεικνύεται τόσο ξενέρωτη που καταλήγεις να την πηδάς μόνο σε ιεραποστολικό για εξήμισι λεπτά. Boring bitch – πάω να ακούσω Tiefschwarz…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured