Οι αδερφές Catherine και Allison Pierce είναι πια μία από τις επιτυχημένες μητροπολιτικές ιστορίες. Αποτελούν κατά κάποιο τρόπο κομμάτι αυτού που εξάγεται ως neo-folk σκηνή από την άλλη πλευρά της γέφυρας στη Νέα Υόρκη (ή, όπως περίπου το είχε θέσει η Baby Dee λίγο καιρό πριν στην χώρα μας, μια ευχάριστη κατάσταση για να ασχοληθούν λίγο οι νέοι με την folk), αλλά και ένα καλό παράδειγμα επαρχιώτικης τροβαδούρικης ψυχής, με σύγχρονη αισθητική. Μη σταθείτε στο δίπολο, αλλά προσεγγίστε το ως την απόσταση Αλαμπάμα-Νέα Υόρκη, μεταφραζόμενη σε τρεις δίσκους: Τhe Pierces, Light Of The Moon και το πρόσφατο Thirteen Tales Of Love And Revenge.

Εδώ αυτή η απόσταση φαίνεται να οδήγησε τις δύο αδερφές σε μια μετατόπιση από τις προηγούμενες δύο δουλειές τους. Με τη βοήθεια του Roger Greenawalt απομακρύνθηκαν από τις πιο παραδοσιακές folk φόρμες και πόνταραν σε μια πολύ προσεκτικά δουλεμένη παραγωγή, με πολυσχιδή ενορχήστρωση, που με ευκολία επιτρέπει να περάσει κάποιος από το συνολικό ευχάριστο άκουσμα στα επιμέρους συστατικά. Στιγμές ραδιοφωνικής pop, jazz και folk μπερδεύονται και αμβλύνονται, όπως οι δυο αισθησιακές φωνές των Catherine και Allison Pierce όταν αφηγούνται τις ιστορίες τους. Διότι το Thirteen Tales Of Love And Revenge είναι αυτό ακριβώς. Μια συλλογή από παραμύθια. Καθημερινές ανθρώπινες ιστορίες (εννοιολογικά και μουσικά κοντά στην Phoebe Killdeer, αλλά με λιγότερο τσαμπουκά), παιχνιδιάρικες, ερωτικές, μελαγχολικές. Κάθε τραγούδι απόλυτα εναρμονισμένο μουσικά με το θέμα του και μελωδικά δομημένο από τις δύο αδερφές, οι οποίες γνωρίζουν τη μουσική τους και έχουν το ταλέντο – και την εμπειρία πια – ώστε να την αποδώσουν.

Ο προσωπικός τρόπος έκφρασης των Pierces έχει όμως και ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Μεγαλωμένες στον αμερικάνικο νότο από τους δύο (αυτοαποκαλούμενους) χίπιδες γονείς τους, είχαν την τύχη να εξερευνήσουν ένα ευρύ καλλιτεχνικά πεδίο – μουσικά κυρίως, αλλά όχι μόνο. Από τα πρώιμα χρόνια της νεαρής τους ηλικίας – όταν αντί για σχολείο, οι γονείς τους τις μαθήτευαν στο σπίτι και τις προέτρεπαν να συμμετέχουν σε διάφορες μουσικές εκδηλώσεις, από γάμους μέχρι εκκλησιασμούς – οι Catherine και Allison καλλιέργησαν την τέχνη της παράστασης, της performance αν θέλετε. Φανταστείτε δύο μικρά κορίτσια στον βαθύ νότο της Αλαμπάμα, να λικνίζονται απαλά τραγουδώντας λαϊκά αμερικάνικα κομμάτια. Περνώντας στο σήμερα διατηρείται νομίζω ο πυρήνας της μουσικής τους απόδοσης – η στάση του σώματος και οι κινήσεις, τα φωνητικά τους. Ο χρόνος σαφώς πρόσθεσε ωριμότητα και ποιότητα, αλλά αυτός ο παραδοσιακός τρόπος νομίζω παραμένει, με τα κομμάτια του δίσκου να τυλίγονται γύρω του ανεξάρτητα του τι προτείνουν.

Το Thirteen Tales Of Love And Revenge είναι ένας μικρός κόσμος από μόνος του. Περιστατικά που συνθέτουν μια ιστορία ή ιστορίες που ο καθένας τις βάζει με τη σειρά την οποία προτιμάει, όπως είναι άλλωστε και η πραγματικότητα. Οι Pierces μας εισάγουν στον δίσκο με το “Secret”, ειλικρινές όσο δεν είμαστε συνήθως εμείς οι ίδιοι, όταν μοιραζόμαστε τα μυστικά μας. Και ακολουθεί το πιο χαρακτηριστικό ίσως κομμάτι του δίσκου, το “Boring”, που πρώτο σου καταλαμβάνει το μυαλό – κι όχι άδικα: Προβοκατόρικο, σατυρικό, αισθησιακό, με jazz διάθεση που δανείζεται την απόσταση Παρίσι-Λονδίνο και τα βράδια των κατοίκων τους για να περιγράψει τη σύγχρονη υποδόρια αστεακή μελαγχολία, εκεί δηλαδή που η μπουρζουαζία γίνεται βιτρίνα. Πίσω από τα βουλεβάρτα, τα προάστια, οι hipsters διανύουν την απόσταση χωρίς συνείδηση: «Nothing thrill us anymore, no one kills us anymore, life is such a joke and it's boring». Κριτικός σχολιασμός, μια πλάκα, αισθητικό παιχνίδι; Δεν έχει σημασία. Τα δυνατά πράγματα στη ζωή είναι όπως το σφύριγμα στην μέση του τραγουδιού. Παραμένουν στο στέρνο σου κάμποσο αφού έχουν τελειώσει. Από το “Sticks And Stones”, πάλι, οι δύο αδερφές ξεκινούν τα μικρά υπονοούμενα που στροβιλίζονται στον μεταφυσικό αέρα, μαζί με τις σπίθες της φωτιάς γύρω από την οποία τόσες ιστορίες έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί μέχρι να ποτίσουν το λαϊκό φαντασιακό. Το “Ligths On”, κατόπιν, φέρνει μια πιο pop και ερωτική διάθεση – «some people say that I want you for your money, but I really want you for your body...make love with the lights on baby, tell me what you see». Στη συνέχεια, μέχρι το κλείσιμο με το απαλό “Go To Heaven”, ξεχωρίζουν κατά πολύ τα “Turn On Billie” και “Three Wishes”. Το “Three Wishes” είναι σίγουρα το αγαπημένο μου από τον δίσκο, καθώς μέσα σε 3.42 λεπτά βρίσκω να μαζεύει όλη τη δυναμική των Pierces: μελωδία, στίχοι και φωνητικά σε μια γλυκά εύθραυστη συνιστώσα, όπου συνυπάρχουν η εκδίκηση με την αγάπη.

Η στιχουργική και αισθητική συνέπεια με την πλούσια ενορχήστρωση από βιολί, ακορντεόν, calliope (σ.σ. ένα από τα αγαπημένα του Tom Waits), σιτάρ και χαβανέζικη κιθάρα μεταξύ άλλων, δίνουν στον δίσκο μια ισορροπία η οποία εναρμονίζει όλα τα κομμάτια μεταξύ τους, χωρίς κάποιο να φαίνεται παράταιρο. Το Thirteen Tales Of Love And Revenge έχει μια γοητεία που πηγάζει από τη μουσική ουσία των αδερφών Pierces και έπειτα από τον εξωτερικό μαγνητισμό τους. Αξίζει την προσοχή σας, όπως και διάφορες συνεργασίες που κάνουν ανά διαστήματα – αυτή με τον Kasper Bjorke, για παράδειγμα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Και οι αδερφές Catherine και Allison Pierce έχουν αρκετά να δώσουν ακόμα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured