Οι Sixteen Horsepower είναι ένα από τα αγαπημένα συγκροτήματα του ελληνικού κοινού. Λίγο η προβολή τους από κάποιες αυτοτελείς αστυνομικές σειρές (σε δραματουργικά όμορφες, για τα ελληνικά τηλεοπτικά δεδομένα, στιγμές), λίγο η μελαγχολία που εκπέμπει ο ιδιόμορφος alternative country ήχος τους (στην οποία δείχνουμε σαν μουσικόφιλο κοινό μια ιδιαίτερη ροπή), βοήθησαν την παρέα του David Eugene Edwards να βρει στη χώρα μας αρκετά ζευγάρια αυτιών πρόθυμα να εντρυφήσουν στις στοιχειωμένες ιστορίες του. Ίσως, λοιπόν, η αναψηλάφηση της ιστορίας τους, έστω και στη σύντομη εκδοχή της, να μην είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη μιας που, λίγο-πολύ είναι γνωστή. Όπως γνωστός είναι μάλλον και ο μελαγχολικός ήχος τους, που ακροβατεί κάπου ανάμεσα σε μια σκοτεινή εκδοχή του αμερικάνικου county/folk και στον εναλλακτικό rock ήχο της δεκαετίας του 1990. Το μόνο που ίσως να χρίζει σημείωσης είναι το γεγονός της διάλυσης της μπάντας το 2005. Από τότε, έχει κυκλοφορήσει (2006) μόνο ένα dvd με μια live εμφάνιση τους το 2002 στις Βρυξέλλες και αυτό το διπλό cd, επίσης με ηχογράφηση συναυλίας στη βελγική πρωτεύουσα, τον Μάρτιο του 2001 (μάλλον η πόλη τους εμπνέει αρκετά).

Αυτομάτως τίθονται λοιπόν δύο καίρια ερωτήματα: Γιατί, κατά πρώτον, επιλέχθηκε μια ζωντανή εμφάνιση του 2001 και όχι μια πιο πρόσφατη, για να αποτυπώσει καλύτερα το σύνολο της πορείας του συγκροτήματος, ή έστω για να διαπιστωθεί, από όσους δεν τους γνώρισαν στην ακμή τους, το επίπεδο που έφτασαν, πριν μείνουν σαν ένα ακόμα όνομα στη μακριά βίβλο του rock ‘n’ roll; Και, κατά δεύτερον, αν αυτή η κυκλοφορία προσθέτει μια νέα πτυχή στην ιστορία των Sixteen Horsepower, ή κάποιο νέο κεφάλαιο. Το πρώτο ερώτημα είναι κάπως δύσκολο να απαντηθεί από οποιονδήποτε πλην της δισκογραφικής εταιρείας – η μόνη πιθανή απάντηση που μπορώ, προσωπικά, να σκεφτώ είναι ότι η συγκεκριμένη περίοδος θεωρήθηκε ως η πιο ανθηρή, η πιο ακμαία (πιθανόν και η πιο εμπορική τους), και ως εκ τούτου η πιο αντιπροσωπευτική του τι καλό προσέφεραν οι Sixteen Horsepower στην μουσική. Αν και νομίζω ότι αυτομάτως αποκλείεται το Folklore (2002), που αντιπροσωπεύει μια εξίσου όμορφη (έχουσα περισσότερη σχέση με τις αμερικάνικες folk παραδόσεις) πτυχή του χαρακτήρα τους. Όσον αφορά πάντως στο δεύτερο ερώτημα, η απάντηση νομίζω ότι είναι αρνητική, καθώς δεν προσθέτει πολλά στην αίσθηση που αποκτήσαμε για τα live των Sixteen Horsepower, από το Hoarse (την προηγούμενη live κυκλοφορία τους).

Παρ’ όλα αυτά, οι Sixteen Horsepower υπήρξαν μια μπάντα που αγαπήθηκε από το κοινό της, και ανταπόδιδε αυτή την αγάπη με τις παθιασμένες, ηλεκτρισμένες – καθαρτήριες σχεδόν – ζωντανές εμφανίσεις της, γεγονός που γίνεται αντιληπτό και σε αυτή τη κυκλοφορία. Με τις ιστορίες του Edwards να κινούνται σε ένα σκοτεινό φάσμα, κάπου ανάμεσα στην αμαρτία, τη θρησκευτικότητα, την πίστη στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και την οδυνηρή διαπίστωση της απώλειας αυτών, και τις όμορφες μελωδίες, που άλλοτε σε κάνουν να πιστεύεις ότι βρίσκεσαι στις σκιές μιας μεγαλούπολης και άλλοτε στην μελαγχολική ομορφιά που εκπέμπουν τα Βραχώδη Όρη, οι Sixteen Horsepower στόχευαν κατευθείαν στα βάθη της ψυχής των ακροατών τους – και αυτό ακριβώς έκαναν και στις ζωντανές τους εμφανίσεις. Με μια πιο ηλεκτρισμένη, πιο rock εκδοχή του μουσικού τους οράματος (εξαιτίας ίσως της αμεσότητας της επικοινωνίας δημιουργού-κοινού) και προς χάριν της αυξημένης δυναμικής που αυτή επιτάσσει, στα δύο cd αυτής της live κυκλοφορίας γίνεται εύκολα αντιληπτός ο σκοπός ύπαρξης και οι επιδιώξεις του group. Το set list δε μπορούσε άνετα να αποτελέσει αυτούσιο ένα πρόχειρο best of (αν ξαναξεπεράσουμε το γεγονός της απουσίας κάποιων μεγάλων τραγουδιών από το Folklore), με τη στοιχειωμένη εκτέλεση του "Burning Bush", τις ψυχεδελικές εκτελέσεις του "Silver Saddle", και του "Phyllis Ruth", τη δαιμονισμένη country του "Praying Arm Lane", τη δραματικότητα του "Cinder Alley" και τη δυναμική του "Dead Run" να φαντάζουν ως αντιπροσωπευτικά δείγματα του ύφους που υιοθετήθηκε από το συγκρότημα, καθώς και του ήθους με το οποίο το υπηρέτησαν μέχρι το τέλος. Επιπλέον ακόμα μία διασκευή σε τραγούδι των Joy Division (υπήρχε το "Day Of The Lords" στο Hoarse, αυτή τη φορά είναι το "24 Hours"), μας δείχνει όχι μόνο μια πηγή έμπνευσης, αλλά και μια διακλάδωση του γενεαλογικού δέντρου των Sixteen Horsepower.

Μπορεί τα χρόνια να έχουν περάσει και η μουσική τους να μην ηχεί το ίδιο ελκυστικά περίεργη σε σχέση με το παρελθόν, η συγκεκριμένη όμως κυκλοφορία με την καλή δουλειά η οποία έχει γίνει στο επίπεδο της παραγωγής της (για live ηχογράφηση) μας ξαναφέρνει στο μυαλό τις όμορφες στιγμές που περάσαμε με την παρέα του κ. Edwards, ή αλλιώς την πρώτη φορά που δακρύσαμε στον ήχο του μπάντζο – και ως εκ τούτου χρίζει της δέουσας προσοχής.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured