Τι δουλειά έχουν αλήθεια τα ζουζούνια με τον πάγο, τις κατάρες των χρυσών βρικολάκων και τον Θεό; Στην πραγματικότητα ελάχιστα πράγματα μπορεί να συνδέουν τα παραπάνω κι αυτά μόνο στο πλαίσιο κάποιας μεταφυσικής υπερβατικότητας ή στο σενάριο κάποιας ταινίας τρόμου γύρω από γιγάντια έντομα-τρομοκράτες της αστικής μας καθημερινότητας – σαν καλή ώρα αυτό που κοσμεί επιβλητικά το εξώφυλλο του παρόντος δίσκου, δημιουργημένο από τον Fefe Talavera. Στη σφαίρα όμως των καλλιτεχνικών ψευδωνύμων, ονόματα όπως Ice, God, Curse Of The Golden Vampire και Bug, αποτελούν alter-ego του ίδιου ανθρώπου, εν προκειμένω του Βρετανού μουσικού, συνθέτη, παραγωγού και δημοσιογράφου Kevin Martin. Του ανθρώπου δηλαδή που με το ψευδώνυμο The Bug στάθηκε υπεύθυνος για έναν από τους πλέον συζητημένους και κριτικά αποδεκτούς δίσκους της χρονιάς που μας φεύγει, του London Zoo.

Κάπου εδώ ακούγεται ένα ειρωνικό γελάκι και πέφτει το σχόλιο: και πού ήσασταν όλοι εσείς όταν ο Bug συνέβαινε και «χτιζόταν»; Γιατί βέβαια το London Zoo δεν είναι το ντεμπούτο ενός άβγαλτου μουσικού, αλλά ο τρίτος ζουζουνο-δίσκος σε μια ενδεκαετία για έναν δημιουργό δραστηριοποιούμενο παρακαλώ από το 1991, χρονιά κυκλοφορίας του άλμπουμ Ghost (ως Techno Animal). Η εύκολη δικαιολογία – μα τώρα έκανε κάτι το πραγματικά αξιοσημείωτο, το οποίο να ξεφεύγει από τα δυσνόητα και για λίγους πονήματα του παρελθόντος – καταρρέει εξίσου εύκολα: όχι κυρίες και κύριοι, το London Zoo μπορεί να πόνταρε σε έναν πιο καθαρό ήχο (συγκριτικά με το Pressure π.χ. του 2003) και να «έσβησε» στο φόντο τα επίπεδα παραμόρφωσης, αλλά δεν είναι «εύκολο», βατό ή/και ραδιοφωνικό – αντιθέτως μάλιστα, πρόκειται να διώξει μακριά του οποιονδήποτε βάσισε τη μουσική του κουλτούρα στις κιθάρες, ακόμα και αν τις αλατοπιπέρωσε και με λίγο Public Enemy, Prodigy και Daft Punk στην πορεία. Επίσης, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Kevin Martin κάνει αξιοσημείωτα πράγματα. Αν αμφιβάλλετε, ρωτήστε τον John Zorn, τον Blixa Bargeld, τον DJ Vadim, τους Dalek ή ακόμα και τους...Napalm Death, καθώς όλοι τους ιντριγκαρίστηκαν αρκετά κατά καιρούς, ώστε να δουλέψουν μαζί του.

Κάτι άλλο, λοιπόν, έχει συμβεί εδώ και αυτό το άλλο έχει να κάνει με την ηχητική ταμπέλα κάτω από την οποία τοποθετείται το London Zoo: dubstep. Γεννήθηκε αθόρυβα, γιγαντώθηκε απότομα, ο Burial υποχρέωσε τους πάντες να αισθάνονται άσχετοι αν δεν ασχολούνταν μαζί του – ήταν θέμα χρόνου το φως των προβολέων να πέσει και σε άλλες μορφές του χώρου. Ο Bug αποθεώθηκε πράγματι από κάμποσους μέχρι πρότινος άσχετους με το ύφος του, αυτό όμως δεν αλλάζει καθόλου την ουσία του πράγματος, τη δύναμη δηλαδή ενός σφιχτοδεμένου (και με γερούς στίχους παρακαλώ) δίσκου, ο οποίος υφαίνει τη δική του dubstep σχολή, αντλώντας ευφυώς δάνεια από το τζαμαϊκανό dancehall, τη dub κληρονομιά, την ευρύτερη electronica (ως προς τα συχνά θαυμάσια synths του) και βέβαια από εκείνη την τομή του «βιομηχανικού» hip hop, που τόσο επάξια εκπροσωπούν οι Dalek. Ακούστε πόσο τέλεια ντύνεται με μια οργιαστική ρυθμολογία το αίσθημα του «θέλω-να-τα-βγάλω-από-μέσα-μου» του “Angry”, πόσο θαυμάσια πλαισιώνονται μελωδικά τα στιβαρά, δηλητηριώδη φωνητικά της Warrior Queen στο single “Poison Dart” ή πόσο μανιασμένα ηχούν τα “Jah War” και “Skeng” (και τα δύο «οπλισμένα» με την απίστευτη ερμηνεία του Flowdan των Roll Deep) – και θα έχετε τα highlights που ίσως αναζητάτε.

Λίγες φορές στα μουσικά χρονικά η ρυθμική κληρονομιά της Τζαμάικα προς τον υπόλοιπο κόσμο φόρεσε έναν τόσο απολαυστικά σύγχρονο Δυτικό μανδύα, σε έναν δίσκο ο οποίος θα άφηνε άφωνους τον “Originator” U-Roy, τον Yellowman και τον Lee “Scratch” Perry για την ηχητική τροπή που ενέπνευσε η παρακαταθήκη τους. Ανεξάρτητα από τα πιο «παραδοσιακά» ηχητικά γούστα τα οποία όλοι έχουμε, είναι σε δουλειές όπως αυτή ή το Street Horrrsing των Fuck Buttons όπου χτυπάει δυνατά η καρδιά του 21ου αιώνα...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured