Ο Jerry Lee Lewis κατάφερε να σπάσει την εικόνα που είχαν όλοι μέχρι τη δεκαετία του 1950 για το πώς μπορεί να παίξει κάποιος πιάνο. Την εικόνα-πρότυπο δηλαδή της βικτωριανής δεσποινίδας που παίζει ήρεμα και λίγο μελαγχολικά πιάνο, ο Louis την ποδοπάτησε χορεύοντας rockabilly με το πιάνο να φλέγεται. Μια δεκαετία αργότερα, ο Keith Emerson κατάφερε να καλύψει την απόσταση μεταξύ του…Bach rock ‘n’ roll παιξίματος του Lewis, τόσο με τοv progressive πειραματισμό του πάνω στα πλήκτρα, όσο και με την εκρηκτική σκηνική του παρουσία. Από τους Nice μέχρι τους Emerson Lake & Palmer (αργότερα Emerson, Lake & Powell), ο Emerson καταφέρνει να δημιουργήσει έναν εντελώς προσωπικό ήχο, που θα τον καταστήσει έναν από τους σημαντικότερους κιμπορντίστες όλων των εποχών. Μετά δε από κάποια reunion (με μέλη των Nice και των ELP), μερικά προσωπικά άλμπουμ και soundtracks για κινηματογράφο και τηλεόραση, έρχεται φέτος με μια νέα μπάντα και με ένα καινούργιο δίσκο.

Από τα 19 tracks που περιέχει ο δίσκος, είναι ελάχιστα εκείνα στα οποία έχει κάτι καινούργιο να πει ο κύριος Emerson. Αντί για καινούργιες ιδέες μοιάζει να έχει φάει γλιστρίδα: η φλυαρία στα πλήκτρα είναι μάλλον ενοχλητική και διαρκεί 51 λεπτά, όσο δηλαδή και ο δίσκος. Φυσικά ο άνθρωπος ξέρει να παίζει κι αυτό δεν αλλάζει. Ο ήχος του είναι πάντα αναγνωρίσιμος για κάποιον που έχει ακούσει Nice και ELP, αλλά οι προσδοκίες είναι πάντα μεγαλύτερες όταν έχεις να κάνεις με τόσο καλούς μουσικούς. Η παρουσία του Marc Bonilla που εδώ έχει το ρόλο του τραγουδιστή-κιθαρίστα, λειτουργεί καταλυτικά στον δίσκο: το παίξιμό του θυμίζει Scorpions, ενώ ο τρόπος που τραγουδάει David Coverdale – αλλά αυτό δεν είναι τόσο περίεργο αφού με τον τελευταίο αυτόν κύριο έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν. Επιπλέον, ο Bonilla συγγράφει με τον Emerson όλα τα τραγούδια (εκτός από το “Malambo From Estancia Suite” του Αργεντινού κλασικού συνθέτη Alberto Ginastera) και υπογράφει και την παραγωγή του δίσκου μαζί με τον Keith Wechler. Τουλάχιστον ο μπασίστας (Bob Birch) και ο ντράμερ (Gregg Bissonette) φαίνονται σοβαρότεροι, καθώς κάνουν αξιοπρεπώς τη δουλειά τους.

Τελικά πρόκειται για ένα άνισο άλμπουμ, φορτωμένο με στοιχεία που δύσκολα συνδέονται μεταξύ τους. Δεν γίνεται να συνδέσεις το attitude του Coverdale με τις σπουδές πάνω στον Bach – τουλάχιστον όχι έτσι. Θα προτιμούσα νομίζω τον Emerson σε έναν δίσκο με λιγότερα tracks, χωρίς φωνητικά ή τουλάχιστον με καλύτερες επιλογές ως προς τον τραγουδιστή και τους μουσικούς του. Ο Rick Wright πέθανε πολύ πρόσφατα, ο Jon Lord έπιασε τα κονσέρτα και ο κύριος Emerson πειραματίζεται με τη χειρότερη όψη του μαζικού hard rock. O tempora o mores…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured