Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αυτή η υπερπαραγωγή μουσικής των τελευταίων χρόνων μπορεί να έχει δώσει ευκαιρίες και να έχει κάνει πιο πλούσιο τον ορίζοντά μας, μας έχει όμως βάλει και στο τριπάκι να ακούμε στο «fast-forward», μη και μας ξεφύγει κάτι, μη και δεν ενημερωθούμε επαρκώς, μη μείνουμε πίσω από τις εξελίξεις. Αυτή η ταχύτητα, όμως, δεν κάνει καλό στη μνήμη, ενώ προωθεί και μια καταναλωτική σχέση με τη μουσική, σε αγαστή σύμπνοια με τις νεοφιλελεύθερες φιλοσοφίες. Η μουσική, όμως, δεν είναι ένα απλό «προϊόν διασκέδασης». Και πιάνοντας ξανά τους MGMT με αφορμή τη συνέντευξή τους (που θα διαβάζατε παράλληλα σήμερα, αν η British Airways δεν άφηνε τη Βάσια Μπακογιάννη εγκλωβισμένη στο Χίθροου), ώστε να δημοσιευτεί μια έστω καθυστερημένη κριτική σε έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2008, δεν μπόρεσα να μην προβληματιστώ πάνω στο πώς έγινε και δεν έλιωσα στο παίξιμο έναν δίσκο που μου άρεσε τόσο πολύ, όπως π.χ. έκανα μικρότερος σε τέτοιες περιπτώσεις.

Αυτό πάντως δεν αποτελεί ευθύνη του Oracular Spectacular – του δεύτερου ουσιαστικά άλμπουμ των Αμερικανών Andrew Vanwyngarden and Ben Goldwasser, πρώτου όμως με την επωνυμία MGMT (το προ τριετίας Climbing To New Lows το είχαν βγάλει ως Management). Ενός δίσκου που δεν τυχαίνει μόνο να μου αρέσει, αλλά που νομίζω πως έχει και τα φόντα να μείνει, χάρη κυρίως στη φρεσκάδα με την οποία κοιτάει και αναδομεί την – καλώς νοούμενη – pop αισθητική, αυτή δηλαδή που μπορεί να είναι μαζική, χωρίς να παύει να είναι και ουσιαστική. Τα υλικά αυτής της αναδόμησης δεν είναι βέβαια καινοτόμα και πρωτοποριακά, ούτε βασίζονται σε avant-garde πειραματισμούς για λίγους. Είναι μάλλον ένα ευφυές παζλ, σχηματισμένο από ψηφίδες διαλεγμένες με προσοχή από ένα ευρύ φάσμα των pop/rock κατακτήσεων των προηγούμενων δεκαετιών. Υπάρχουν δηλαδή – ταυτόχρονα – ευδιάκριτες brit pop αναμνήσεις, μεγαλόσχημες δομές που θα μπορούσαν να είναι εμπνευσμένες από τους Muse του Black Holes And Celebrations ή να πηγαίνουν ακόμα πιο πίσω στον χρόνο, φτάνοντας στον David Bowie ή/και στα ψυχεδελικά 1960s (“4th Dimesional Transition”), μια zeros χειροποίητη indie rock αισθητική, ένας pop λυρισμός που θα μπορούσε να κοιτάξει κατάματα τις κατακτήσεις των Carpenters και των Bee Gees, μια καλή εξοικείωση με τις πιο dance πλευρές της synth-pop ή ακόμα και με την ηλεκτρονική τραγουδοποιία των Daft Punk και των Knife (“Kids”), αλλά και – κατά διαστήματα – ευθείες αναφορές στο στιλ ερμηνείας του Mick Jagger (“Pieces Of What”, “Weekend Wars”).

Για να κάνεις όλο αυτό το νοσταλγικό μίγμα να λειτουργήσει τόσο σύγχρονα και τόσο...spectacular, χρειάζεσαι βέβαια μεγάλη δόση ταλέντου – και οι MGMT αποδεικνύουν πως το έχουν, αφήνοντας με μία κίνηση μίλια μακριά το απλώς συμπαθές Climbing To New Lows. Χρειάζεσαι, όμως, και έναν ικανό παραγωγό – και ο Dave Fridmann ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος, αυτός που έβαλε όλα τα παραπάνω «συστατικά» στη σωστή τάξη, τα άπλωσε στις πιο grande διαστάσεις που τους έπρεπαν και τα εμπότισε με αυτή την ονειρική αισθητική, επαναλαμβάνοντας σε ένα διαφορετικό πεδίο τις κατακτήσεις του με τους Flaming Lips. Προσθέστε όμως σε όλα αυτά και τους ευφυείς, σαρδόνιους συχνά στίχους του Αμερικάνικου ντουέτο και την άμεση, πολύ προσωπική, ερμηνεία τους, στοιχεία που δίνουν μια απαραίτητη διάσταση βάθους και προσωπικότητας, χωρίς τα οποία το Oracular Spectacular θα κινδύνευε να μείνει στο επίπεδο μιας φαντεζί βιτρίνας. Θα ακούμε για πολλά χρόνια τραγούδια σαν τα “Time To Pretend”, “Kids”, “The Youth” και “Electric Feel”, τα οποία, σημειώστε, δεν είναι παρά τα highlights ενός άλμπουμ δίχως ούτε ένα «φιλεράκι», που λέει και ο φίλτατος Τζιρίτας...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured