Στο Book Of Longing, ένας από τους λίγους τραγουδοποιούς της πρόσφατης μουσικής ιστορίας που θα μπορούσε δίχως σοβαρές ενστάσεις να αναγνωριστεί ως ποιητής, ο Leonard Cohen, κατέγραψε 167 ποιήματα και 40 σκίτσα σε βάθος μιας εικοσαετίας. Χαρτογραφώντας με αυτά τον πόθο και τη νοσταλγία σε ένα ιδιότυπο ημερολόγιο γραμμένο περιστασιακά είτε όταν γέμιζε μπαταρίες βυθισμένος στον υδάτινο περίγυρο της δικής μας Ύδρας, είτε όταν διεύρυνε τους ορίζοντές του στην Ινδία, είτε (κυρίως) στις βουδιστικές του ενδοσκοπήσεις στο μοναστήρι Mount Baldy στην Καλιφόρνια. 22 από αυτά τα ποιήματα μελοποιήθηκαν φέτος από τον Philip Glass, απαρτίζοντας τον παρόντα διπλό δίσκο, όπου συμμετέχει, ως απλός αφηγητής, ο ίδιος ο Cohen, πλαισιωμένος από τη σοπράνο Dominique Plaisant, τη μέτζο-σοπράνο Tara Hugo, τον τενόρο Will Erat και τον μπάσο/βαρύτονο Daniel Keeling.

Ο λόγος του Leonard Cohen δεν χρειάζεται ούτε ιδιαίτερες συστάσεις, ούτε εκτενή ανάλυση: ακόμα και αν το Book Of Longing δεν φτάνει κατά τη γνώμη μου στα επίπεδα παλιότερων καταθέσεών του – τόσο στιχουργικών, όσο και ποιητικών – διαθέτει κι αυτό χαρίσματα και δυνάμεις ικανές να τροφοδοτήσουν την αξία του κόντρα στο πέρασμα του χρόνου. Η παρούσα ανθολόγηση, άλλωστε, είναι καλή και αντιπροσωπευτική των δυνατότερων στιγμών του έργου. Θα ήθελα, λοιπόν, να σταθώ κάπως περισσότερο στο έτερο ήμισυ αυτής της δισκογραφικής κατάθεσης, τον Philip Glass. Οι συστάσεις επίσης περιττές: μιλάμε για έναν από τους άρχοντες του μινιμαλισμού και έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ου αιώνα, ο οποίος πέτυχε να φέρει τη «δύσκολη» και «σοβαρή» μουσική ακόμα και στο ευρύ κοινό. Εδώ όμως και αρκετό καιρό ο Glass φάνηκε να εγκλωβίζεται σε δουλειές που περισσότερο ντόρο έκαναν με την εμπορική τους δυναμική, παρά με το περιεχόμενό τους. Με το Book Of Longing, όμως, νομίζω πως ο Glass βρήκε μια καλή ισορροπία μεταξύ εμπορικότητας και έμπνευσης: ίσως μάλιστα το Book Of Longing να συγκαταλέγεται στις πιο εμπνευσμένες στιγμές του ύστερου έργου του.

Η προσέγγιση και η μελοποίηση του Glass κρίνω πως είναι συντηρητική για τα δικά του δεδομένα – και δεν νομίζω πως έχει κανένα νόημα να συγκριθεί με τις κορυφές του έργου του, όπως έσπευσαν να κάνουν διάφοροι υπερενθουσιώδεις και άσχετοι. Παρ’ όλα αυτά, ο Glass του Book Of Longing δεν πρέπει να κριθεί μόνο συγκρινόμενος με το χθες του, αλλά και με τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου έργου, όπως και με βάση μια γενικότερη θέση η οποία τον διακατέχει, φιλοσοφικά, ως συνθέτη: όπως συχνά έχει αποδείξει στη μακρά και πολύπλευρη καριέρα του, ο Glass είναι ένας δημιουργός ο οποίος στον τρόπο εργασίας του θυμίζει τους μεγάλους κλασικούς συνθέτες που «υπηρετούσαν» στις αυλές των Ευρωπαίων αριστοκρατών και αυτοκρατόρων, εστιάζοντας συχνά το ταλέντο τους σε συγκεκριμένες παραγγελίες. Τον Glass, δηλαδή, δεν τον ενδιαφέρει μόνο η πρωταρχικώς πρωτότυπη δημιουργική σύλληψη, αλλά και το πώς οι ικανότητές του μπορούν να λειτουργήσουν μέσα σε ένα ήδη δοσμένο πλαίσιο, υπακούοντας, αναπόφευκτα, σε κανόνες αυτού του τελευταίου.

Το Book Of Longing, λοιπόν, είναι ένα έργο το οποίο έχει ήδη τους δικούς του κανόνες, κανόνες συνυφασμένους με τον ίδιο τον Leonard Cohen και τον βαθιά ποιητικό – και συχνά αβυσσαλέο – προσωπικό του κόσμο. Και υπό αυτή την οπτική, ο Glass πετυχαίνει διάνα στον στόχο του (ιδιαίτερα στο δεύτερο cd), μελοποιώντας με ομορφιά, χάρη και παιχνιδιάρικη διάθεση τα ποιήματα του Cohen, προσφέροντάς τους μια εξαιρετικά ταιριαστή με το περιεχόμενό τους ηχητική «ατμόσφαιρα». Σε σημεία, βέβαια, ειδικά στον πρώτο δίσκο, οι τραγουδιστές που χρησιμοποιεί ο Glass ηχούν στάσιμοι και επαναλαμβανόμενοι στις ερμηνείες τους, δημιουργώντας μια απογοητευτική αίσθηση. Αλλά το κενό που αφήνουν εκμεταλλεύεται περίφημα ο ίδιος ο Cohen, κλέβοντας την παράσταση με τις αφηγήσεις του – ιδιαίτερα στο εναρκτήριο “I Can’t Make The Hills” είναι υποβλητικός σαν αρχαίος σοφός. Στο δεύτερο, όμως, cd οι τραγουδιστές παίρνουν τη ρεβάνς, αποδεικνύοντας την κλάση και τις εκφραστικές τους ικανότητες τους, ειδικά σε στιγμές-κορυφές του δίσκου, όπως το “You Came To Me This Morning”, το “This Morning I Woke Up Again” ή το “I Want To Love You Now”. Σε όλα αυτά πρέπει, βέβαια, να προστεθούν και οι θαυμάσιες ενορχηστρώσεις του Glass (ο ίδιος παίζει πλήκτρα στον δίσκο), οι οποίες λάμπουν περαιτέρω χάρη στη δεξιοτεχνία μουσικών όμως ο Tim Fain (βιολί), ο Andrew Sterman (φλάουτο) ή η Kate St. John (όμποε). Οι οποίοι προσθέτουν στο γόητρο μιας δουλειάς που όχι μόνο συζητήθηκε, αλλά διαθέτει και αρκετή γοητεία ώστε να σε κάνει να την κρατήσεις στη δισκοθήκη σου για μελλοντικές επισκέψεις-αναγνώσεις στο διάβα του χρόνου.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured