Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν θετικά προδιατεθειμένος όταν έβαλα για πρώτη φορά αυτό το δισκάκι στο cd player. Όχι γιατί είχα κάτι προσωπικό με τους εκ Βιέννης ορμώμενους Bulbul (αγνοούσα την ύπαρξή τους άλλωστε μέχρι πρότινος), αλλά να, λίγο το όνομα που δεν μου πολυάρεσε (Bulbul, παρεμπίπτοντος είναι ένα παράξενο οδικό πτηνό), λίγο το υπερφίαλο κειμενάκι που έχουν βάλει στο πίσω μέρος του promo τους - που ούτε λίγο ούτε πολύ μιλάει για μια από τις μεγαλύτερες μπάντες στην πιάτσα («one of the best bands around», όπως χαρακτηριστικά λέει) - με έκαναν κάπως καχύποπτο, για να μη πω αρνητικό.

Πατώντας όμως το play και συλλαμβάνοντας τον εαυτό μου να δονείται με τους ρυθμούς του εναρκτήριου “When The Sun Comes Around” (που μετέπειτα κατάλαβα, ότι μάλλον είναι από τις αδύναμες συνθέσεις του δίσκου), αναγκάστηκα να αφήσω τις όποιες προκαταλήψεις και να αφοσιωθώ σε αυτό που έχει πραγματικά σημασία. Δηλαδή τη μουσική. Και σε αυτό τον τομέα οι Bulbul τα πηγαίνουν μάλλον περίφημα. Δημιουργούν, λοιπόν, έναν δίσκο (τον πρώτο στη συγκεκριμένη εταιρεία - έχουν στο ενεργητικό τους και 6-7 κυκλοφορίες σε μικρότερα, αυστριακά labels) γεμάτο αστείρευτη ενέργεια, περίσσιο μουσικό θράσος, φαντασία, διάθεση για περιπέτεια και ωμή, ακατέργαστη δύναμη, συστατικά απαραίτητα για όλους όσους έχουν σκοπό να περιδιαβαίνουν στα πέριξ του τιμημένου rock ‘n’ roll και στα υπόγεια αυτού - όχι μόνο για να βλέπει ο κόσμος την ομορφάδα τους, αλλά για να γράψουν το όνομά τους δίπλα σε αυτό των φυσικών μουσικών τους προγόνων. Διαδικασία η οποία αλλάζει κατά καιρούς χαρακτηριστικά, μένει όμως ίδια στην ουσία της, από την ένδοξη εποχή του γερό-Iggy, ή αυτή της επανίδρυσης των πάντων επί Sonic Youth, μέχρι σήμερα.

Οι Αυστριακοί δείχνουν να στέκονται ψύχραιμοι πάνω από συγκροτήματα που αποτελούν τις βασικές επιρροές τους, δανείζονται όποια από τα χαρακτηριστικά τους φαίνονται χρήσιμα και τα ενώνουν με τις δικές τους ιδέες, δημιουργώντας ένα ιδιόρρυθμο μουσικό κολλάζ, όπου δύσκολα πλέον καταλαβαίνεις που σταματάει η επιρροή και που ξεκινάει η δική τους άποψη. Και επιρροές έχουν μπόλικες. Από τις βαριές και ασήκωτες stoner μηχανές των Kyuss, και τον ήχο που χαρακτήριζε μερικές από τις παλιοπαρέες με τις οποίες αλήτευε παλαιότερα ο Mike Patton (Faith No More, Tomahawk), στους πρώιμους post rock ήχους των Slint και σε κάτι που φέρνει στο μυαλό τους πειραματισμούς των Sonic Youth (κυρίως στη δισκογραφία τους χωρίς το κανονικό όνομά τους - όπως για παράδειγμα τη σειρά οκτώ δίσκων που έχουν κυκλοφορήσει με το όνομα SYR), σε συνδυασμό πότε με ambient ήχους, πότε με μια ιδέα από τα σκοτεινά πειραματικά 1980s. Αυτό το πλήθος επιρροών και ο ιδιοφυής τρόπος σύνδεσης αυτών με τα δικά τους χαρακτηριστικά, καθώς και ο συχνά περιπετειώδης τρόπος ανάπτυξης των συνθέσεών τους κάνουν τους Bulbul να ακούγονται φρέσκοι και να δείχνουν τη διάθεση, ή την ικανότητα αν θέλετε, να αιφνιδιάσουν και να προκαλέσουν έκπληξη, κάτι που είναι κάπως δυσεύρετο στις μέρες μας. Το group δηλαδή αποφεύγει να χρησιμοποιεί συχνά την κλασική και εύκολη, σε κάποιο βαθμό, κυκλική δομή του κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν και χρησιμοποιεί μια δομή που μοιάζει περισσότερο με ευθεία γραμμή, με διαδοχικά reef και μοτίβα, με ελάχιστα πισωγυρίσματα και χωρίς την επανάληψη κάποιου ρεφρέν – «the refrain won’t come back again», όπως τραγουδάνε χαρακτηριστικά και οι ίδιοι στο “The Song’s Name”.

Σαν σύνολο ο δίσκος ηχεί αρκετά ακατέργαστος και τραχύς, λες και έχει βγει από τα καλούπια που έφτιαχνε παλιά στο μυστικό του εργαστήρι o δρυΐδης Steve Albini, έχοντας, όμως, και μια πολύ αμυδρή δόση από την άποψη του Chris Goss (κύριου υπευθύνου για το ήχο-ογκόλιθο των Kyuss). Τα τραγούδια τα οποία μπορεί να ξεχωρίσει κανείς, αν και όλος ο δίσκος ακούγεται με ευχαρίστηση και ενδιαφέρον, είναι το “Song’s Name”, με τον ιδιόμορφο τρόπο εξέλιξης που έχει και με τα δύο φοβερά του σπασίματα, το νωχελικό και απόκοσμο “Shenzhou”, το “Tighter” - ή αλλιώς πώς θα ακουγόταν οι Faith No More αν έπαιζαν post rock - το αργόσυρτο “Loss Mei Hen In Ruah”, το “Steve Le Postla” - ή αλλιώς τι θα γινόταν αν οι Kyuss αποφάσιζαν να ξεκινήσουν τις μηχανές τους σήμερα - και το “Where The Hell Is DJ Fett”, που ξεκινάει με hardcore διάθεση για να εξελιχθεί σε μια παιδική χαρά με τρομπέτες, θορύβους και παράξενες φωνές, επιστρέφοντας μετά σε ένα post-hardcore ύφος.

Συνοψίζοντας, έχοντας ακούσει τον δίσκο πολλές φορές, με μερικά από τα κομμάτια του να στριφογυρνάνε επίμονα στο κεφάλι μου, έχω την αίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συγκρότημα που ίσως δεν έχει το attitude μεγάλης μπάντας, είναι όμως ικανό να βγάλει μεγάλους δίσκους. Τέτοιος είναι το Bulbul 6, δίσκος ο οποίος χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured