Κάποτε τις κιθάρες τις παίζανε έτσι, γιατί υπήρχε ένας λόγος να χαράξεις μια τέτοια μελωδική διαδρομή ενάντια στο rock mainstream∙ κάποτε η αμφισημία των στίχων εξέφραζε ένα αυθεντικό μπέρδεμα των δημιουργών τους απέναντι σε μια ολοένα και πιο πολύπλοκη εξωτερική πραγματικότητα∙ και κάποτε το να τραγουδάς όπως ο Stephen Malkmus, ο Frank Black ή ακόμα και ο Jarvis Cocker, αποτελούσε μια δήλωση συνέχισης του punk πνεύματος σε έναν νέο – κοινωνικό και μουσικό – στίβο, όπου η ανάγκη των ζωογόνων punk κατακτήσεων συνυπήρχε με την ανάγκη ενός ευρύτερου ορίζοντα έκφρασης. Τώρα, οι indie/alternative κιθάρες αναπαράγονται αυτάρεσκα μέσα σε ψευτοδιλήμματα του στιλ «Αγγλία ή Αμερική;», πολυτέλεια, άλλωστε, την οποία τους παρέχει το γεγονός πως έγιναν το σημερινό rock mainstream. Τώρα είναι στιλ και εύκολη λύση για τους ατάλαντους να γράφονται αμφίσημοι στίχοι. Το να τραγουδάς δε όπως οι παραπάνω τραγουδιστές ή με κάτι από όλους μαζί αλλά τίποτα το δικό σου (όπως στην περίπτωση του Josh Grier των Tapes ’N Tapes) φοριέται ακόμα και ως άποψη ανάμεσα σε μια νεολαία ακροατών με διαβόητη βαρεμάρα να ψάξει το παρελθόν της μουσικής που αγαπάει.

Από την παραπάνω άποψη, ο δεύτερος αυτός δίσκος των Αμερικανών Tapes ’N Tapes, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα του indie rock μέσου όρου των ημερών μας - με την ίδια οπτική που στα 1990s θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα πεπραγμένα συγκροτημάτων όπως οι Φόβοι Του Πρίγκιπα ή τα Πράσσειν Άλογα για να δείξουμε την κατάντια του λεγόμενου ελληνικού rock. Έχει συμβεί και με άλλα συγκροτήματα ανάλογου ύφους, τόσο από την Αμερική, όσο και από την Αγγλία: ένα, συμπαθές, πρώτο άλμπουμ – και το Loon της συγκεκριμένης παρέας ήταν πράγματι συμπαθητικό – υπερεκτιμάται, λαμβάνει ορισμένες αναίτια διθυραμβικές κριτικές στα κατάλληλα ΜΜΕ και δημιουργεί ένα hype, πάνω στο οποίο αφήνεται κατόπιν η μπάντα να χτίσει τα υπόλοιπα. Συνήθως όλη αυτή η ιστορία οδηγεί σε εμφανώς κατώτερα δεύτερα άλμπουμ, με τον πήχη να κατεβαίνει σταθερά από εκεί και έπειτα (εδώ την πάτησαν έτσι ακόμα και αρχετυπικές μπάντες αυτής της φάσης, σαν τους Franz Ferdinand ή τους Strokes). Σε αυτήν ακριβώς τη διαδρομή δείχνει να βαδίζει και το Walk It Off, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κοιτάξει κατάματα ούτε καν τον προκάτοχό του, πόσο μάλιστα το indie παρελθόν: του λείπει δραματικά η σπίθα, η φρεσκάδα, η πρόθεση για κάτι το ξεχωριστό, όπως κραυγαλέα φανερώνουν τραγούδια σαν το πρώτο single “Hang Them All” ή τα “Demon Apple”, “George Michael” και “Conquest”.

Αυτό που διασώζει το άλμπουμ από μια ακόμα χαμηλότερη βαθμολογία, είναι η παραγωγή του Dave Fridmann – μπασίστα των Mercury Rev και κατά καιρούς παραγωγού των Flaming Lips, των Mogwai και των MGMT. Ο Fridmann έχει καταστήσει όσο πιο ευπρόσωπα γίνεται τα τραγούδια των Tapes ’N Tapes, παίζοντας με μια έξυπνη «συνταγή» η οποία και τους κολλημένους indie fans θα ικανοποιήσει, αλλά και στο ραδιόφωνο θα μπορούσε να παιχτεί, σε ορισμένες τουλάχιστον ζώνες. Όμως, ό,τι και να κάνει, αποδεικνύεται τελικά ανήμπορο να δώσει ζωή και ενδιαφέρον σε όλες αυτές τις κουρασμένες ιδέες και τη ρουτινιάρικη επανάληψη πραγμάτων φθαρμένων από την αδιάκοπη χρήση. Τα οποία αποκτούν αξιοπιστία μόνο και μόνο επειδή σερβίρονται με την – κενή εδώ και καιρό περιεχομένου – indie σημαία.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured