Η κατάσταση της americana μ’ έχει κουράσει εδώ και αρκετό καιρό. Έχω βαρεθεί όλους αυτούς τους singers/songwriters που αναπαράγουν τις επιρροές τους με στερεοτυπική διάθεση. Ασφαλώς το να βουτήξεις στα βάθη οποιασδήποτε λαϊκής μουσικής και να επιστρέψεις στην επιφάνεια με έναν δίσκο απαλλαγμένο από τα κλισέ τα οποία έχουν δημιουργηθεί με τον καιρό δεν είναι καθόλου εύκολο. Αυτό όμως είναι και το αποφασιστικό σημείο που ξεχωρίζει τον καλό songwriter από τον μέτριο. Και όπως φαίνεται, αφού στη folk όλα μοιάζουν να έχουν ειπωθεί, το κεντρικό ζήτημα είναι ποια είναι τα στοιχεία που επιλέγεις και ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο τα αναμιγνύεις.

Αρκετοί από τους σύγχρονους Αμερικανούς singers/songwriters καταφεύγουν σε στοιχεία που έχουν ακούσει από σχήματα τα οποία άρχισαν να δρουν στα nineties, με αποτέλεσμα οι δίσκοι που κυκλοφορούν να ακούγονται ρηχοί και αδιάφοροι. Άλλοι, πιο υποψιασμένοι – όπως νομίζουν – μοιάζουν να ακούνε ξανά και ξανά τους δίσκους ενός Dylan ή ενός Young πιστεύοντας ότι εκεί – και μόνο εκεί – υπάρχει το ελιξήριο της καλής folk. Αυτοί ακούγονται συνήθως σαν ανούσιες κόπιες. Έτσι, έχουμε φτάσει στο αρκετά παράξενο σημείο η αγγλική... americana να ακούγεται πιο ενδιαφέρουσα από την αμερικάνικη.

Ο Peter Bruntnell είναι Άγγλος – από το Devon – κι έχει κυκλοφορήσει αρκετούς δίσκους μέχρι τώρα σε labels όπως η Almo Sounds, η Slow River (sub-label της Rykodisc) και η Loose, από την οποία έρχεται και το Peter And The Murder Of Crows. Το Rolling Stone έγραψε ότι αυτός εδώ ο κύριος είναι «ένα καλά κρυμμένο μυστικό της αγγλικής σκηνής», μια ακόμη από τις υπερβολές του παγκόσμιου μουσικού Τύπου. Όμως, ο Bruntnell ξέρει να γράφει όμορφα τραγούδια και ξέρει να τα ενορχηστρώνει ακόμη καλύτερα. Αγαπάει πολύ τον Neil Young, αλλά αγαπάει ακόμη περισσότερο τον Nick Drake και τον John Martyn. Δεν έχει ακούσει πολύ Walkabouts, αλλά έχει κάνει διατριβή στις ακουστικές συνθέσεις του Bevis Frond, και ίσως είναι αυτό ακριβώς που τον σώζει από τη μετριότητα: μια υφέρπουσα ψυχεδελική διάθεση, η οποία δεν έρχεται να κοντράρει την εναλλακτική folk κατεύθυνσή της μουσικής του αλλά να την απογειώσει.

Ο Bruntnell τα καταφέρνει πολύ καλά: Δεν υποκύπτει συχνά στα κλισέ του είδους, αλλά ακόμη κι όταν το κάνει στην προσπάθεια του να ακούγεται Αμερικάνος, τον σώζουν οι μελωδίες του, τα ινδικά όργανα και η μελαγχολία του Nick Drake. Englishcana με απαιτήσεις...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured