Πάντα υπάρχουν οι δύο όψεις του νομίσματος. Διαφορετικές και πολλές φορές αντικρουόμενες απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα, τη μουσική στη δική μας περίπτωση. Υπάρχει, λοιπόν, το εξής ερώτημα-δίλλημα: τι είναι σημαντικότερο για έναν μουσικό, η προσπάθεια εξέλιξης του αντικειμένου του, ή η μετατροπή όμορφων, πλην όμως όχι πρωτότυπων και καινοτόμων, ιδεών σε εξίσου όμορφα και εύηχα τραγούδια, πατώντας σε ήδη περπατημένα από άλλους μονοπάτια; Θα μου πείτε, εξαρτάται και από το είδος στο οποίο δραστηριοποιείται ένας καλλιτέχνης. Διαφορετικές είναι οι προσδοκίες π.χ. από έναν μουσικό ο οποίος εξετάζει το φάσμα της ambient και εν γένει της πειραματικής μουσικής, και από έναν που ασχολείται με αυτό της ποπ. Υπάρχει, όμως, ακόμα και στην ποπ – ή καλύτερα στο ιδίωμα κάπου ανάμεσα στη φολκ και στην ηλιόλουστη ψυχεδελική ποπ – το θέμα της πρωτοπορίας: αν δεν πιστεύετε εμένα μπορείτε να πιστέψετε συγκροτήματα σαν τους Animal Collective.

Στην περίπτωση του παρόντος δίσκου, ο Joel Nicholson, που για το προσωπικό, home-made project του έχει δώσει το παράξενο και ακατανόητο όνομα Butcher The Bar, σίγουρα διαλέγει τον δεύτερο δρόμο στο παραπάνω ερώτημα. Αυτόν που, χωρίς να στοχεύει στην πρωτοτυπία, οδηγεί σε γλυκές μελωδίες και σε όμορφα φολκ/ποπ τραγούδια. Το πρόβλημα που εντοπίζεται (το οποίο δεν είμαι σίγουρος αν αποτελεί καν πρόβλημα τελικά – εξαρτάται εν πολλοίς από το τι προσδοκίες έχει ο καθένας από έναν συγκεκριμένο καλλιτέχνη και τη μουσική εν γένει) είναι ότι ο Nicholson μάλλον μεγάλωσε σε ένα δωμάτιο με μια γιγαντοαφίσα του πρόωρα χαμένου Elliott Smith κρεμασμένη πάνω από το κρεβάτι. Επιρροή (ίσως έμμονη ιδέα να είναι πιο κατάλληλος χαρακτηρισμός) η οποία έχει μάλλον γραφτεί με κεφαλαία και ανεξίτηλα γράμματα στο δημιουργικό κέντρο του εγκεφάλου του.

Tο Sleep At Your Own Speed, λοιπόν, που αποτελεί στην ουσία και το δισκογραφικό του ντεμπούτο (έχει προηγηθεί το 7’’ Get Away/Leave Town στην ετικέτα της A Number Of Small Things, ενός διαύλου επικοινωνίας μεταξύ τριών γερμανικών label – Morr Music, City Centre Offices, και της Karaoke Talk – και ενός στούντιο design, του Human Empire), ηχεί σαν ένας μεταθανάτιος δίσκος του Elliott Smith, ο οποίος, στον μουσικό παράδεισο ευρισκόμενος, γαλήνεψε και άφησε πίσω του τις όποιες μελαγχολικές και σκοτεινές του σκέψεις. Οι ομοιότητες του Nicholson με τον Smith δεν σταματάνε μόνο στο κοινό τραγουδιστικό χαρακτηριστικό τους, αυτή τη γλυκιά, εσωτερική βραχνάδα, αλλά πηγαίνουν πολύ παραπέρα. Οι συνθέσεις του πρώτου κινούνται στο ίδιο, πάνω-κάτω, βεληνεκές όπου κινούνταν και αυτές του Smith, με τη διαφορά ίσως ότι είναι πιο φωτεινές, λιγότερο υποτονικές και κάπως πιο πλούσιες στις ενορχηστρώσεις τους. Μοιάζουν όμως ίδιες στον τρόπο αντίληψης της μουσικής, ιδωμένης ως μέσο επικοινωνίας του καλλιτέχνη με τον έξω κόσμο. Απλά ακόρντα παιγμένα στην ακουστική κιθάρα, πλαισιωμένα με ένα απλό rhythm section (μπάσο, ντραμς) στην περίπτωση του Smith, και με μελλόντικες, μαντολίνα και επιπλέον κιθάρες, στην περίπτωση του Nicholson. Επιπλέον, ο νεαρός Άγγλος κουβαλάει και τις επιρροές του μουσικού του προτύπου, με σημαντικότερη αυτή του Nick Drake, σε συνδυασμό βέβαια και με καλλιτέχνες οι οποίοι συνυπήρχαν με τον Elliott Smith, όπως ο Iron & Wine για παράδειγμα, ή μεταγενέστερους από αυτόν, όπως ο Sufjan Stevens και άλλους του λεγόμενου lo-fi φολκ στερεώματος.

Σαν δίσκος, το ντεμπούτο του Nicholson (που αποτελεί συνέχεια σε μια τάση την οποία δείχνει τελευταία η εταιρεία του, η Morr Music, προς τη φολκ μεριά της ποπ), δεν είναι βέβαια πρωτοπόρος, αλλά σίγουρα δεν είναι κακός. Ιδίως αν δεν σας απασχολούν και πολύ οι παραπάνω προβληματισμοί και σας αρέσει ιδιαίτερα αυτού του είδους η μουσική, ίσως σας φανεί και εξαιρετικός. Γιατί ο Nicholson και ωραίες μελωδίες ξέρει να γράφει και όμορφες ιστορίες έχει να πει, ο δε δίσκος και τα διαμαντάκια του διαθέτει – όπως το “You Know Everything”, το “New Nest”, το “Opening Night” ή το “Bike” – και είναι, σε γενικές γραμμές, ευχάριστος και αρκούντως ρομαντικός. Όμως κατά τη προσωπική μου άποψη, σαν σύνολο του λείπει το νεύρο (τέτοιο που μπορεί να εντοπιστεί ακόμα και στην πιο ήρεμη και γαλήνια, φαινομενικά, μουσική), καθώς και το «touch of gold» που λέμε για να σε κάνει να κλείσεις τα μάτια, να πιαστείς νοητικά από το χέρι του τραγουδοποιού και να τον αφήσεις να σε ταξιδέψει στους τόπους της δικής του εμπνεύσεως και φαντασίας. Παραμένει πάντως μια καλή, δροσερή και ευχάριστη συντροφιά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured