Πάνε δυο χρόνια από το Joy, που μας σύστησε την Ayo και έγινε χρυσό ακόμη και στη χώρα μας! Τεράστια επιτυχία για τη νεαρή τραγουδοποιό με τις πολυεθνικές ρίζες (Αφρο-Γερμανίδα με μητέρα Ρουμάνα Ρομά), η οποία πλέον επιλέγει τη Νέα Υόρκη (αφήνει δηλαδή το «Παρίσι της Nina Simone») σαν βάση της οικογένειάς της, κρατώντας όμως εκείνο το «νομαδικό» χαρακτηριστικό της μητέρας της σαν απαραίτητο συστατικό των ηχογραφήσεών της. Όλοι θυμόμαστε το “Down Οn My Knees” και την απλή, απέρριτη και ουσιώδη ερμηνεία της εκεί. Ένα κομμάτι όπου, ενώ θα μπορούσε να είναι ένας ύμνος στη καταπίεση της γυναίκας, η Αyo σου έκλεισε το μάτι, δεν μεμψιμοίρησε και σου έδωσε αμέσως να καταλάβεις πως «στάκα man, ερμήνευσέ το όπως θέλεις, μια προσωπική ιστορία σου λέω, δεν το παίζω σουφραζέτα». Το εν λόγω κομμάτι παραμένει ακόμη επιτυχία ανάμεσα στις επιλογές των playlists του ραδιοφώνου, δείγμα του ότι, παρά ότι πέρασαν γρήγορα σχεδόν τρία χρόνια από το Joy, ή επιτυχία του ήταν ουσιαστική και όχι περιστασιακή.

Η αλήθεια είναι ότι με όλο αυτό το χαμό με τα σάπια δόντια και το crack της Amy Winehouse ή την «ακμή» της Norah Jones, η όλη ιστορία της neo-soul (post-soul εν γένει) σου δημιουργεί μια δυσπιστία σχετικά με το μέλλον πολλών γυναικείων φωνών. Προσωπικά, πιστεύω ότι η Ayo διαφέρει από το να συμπεριλαμβάνεται αμιγώς σε ένα τέτοιο κατάλογο. Γιατί; Ίσως γιατί σαν προσωπικότητα δείχνει να έχει κάτι το αυτόφωτο, δεν παρεκτράπη από την μεγάλη επιτυχία του δίσκου της και η ίδια έχει ένα θαυμάσιο τρόπο να οργανώνει τους μουσικούς συνεργάτες της και τον παραγωγό της (o Jay Newlad είναι ο «αναλογικός φίλος» του αναλογικού σας Amstrad και στο “Come Away With Me” παρείχε στη Norah Jones όσο Clearasil χρειάστηκε). Ένστικτο εξαιτίας της πρόωρης μητρότητάς της; Ανάγκη εξαιτίας του γεγονότος ότι η μάνα της «χτύπαγε ζαμπόν στη Ζησιμοπούλου»; Σε κάθε περίπτωση, η Ayo επέλεξε για το Gravity At Last την ίδια μουσική συνταγή, αλλά με διαφορετική διάθεση. Μάζεψε όλους τους συνεργάτες της, τον παραγωγό και την οικογένειά της, πήγε στα θρυλικά Compass Point Studios στις Μπαχάμες (το studio της Island Recordings, βλέπε από James Brown μέχρι Stones να γράφουνε εκεί) και μέσα σε λίγες μέρες ξεπέταξε δεκατρία κομμάτια. Όταν λέω «ξεπέταξε», αν μέσα σε πέντε μέρες έγραψε όλα αυτά τα κομμάτια, με επιμέλεια πέραν της σύνθεσης, στη παραγωγή και στους στίχους, τότε η γυναίκα ή είναι ιδιοφυία ή κάποιος τύπος θηλυκού Jay Z (μόνο αυτός γράφει στίχους, και ηχογραφεί κλασικά άλμπουμ μέσα σε δυο μέρες).

Το τελικό αποτέλεσμα έχει μια vintage αίσθηση από την αρχή μέχρι το τέλος. Στα όρια της live ηχογράφησης με το Hammond B-3 (Lucky Peterson είναι αυτός…έχει παίξει με τον μισό κατάλογο της Stax μαζί και κάθε Κυριακή στην ενορία του) και τα εξάχορδα μπάσα (Keith Christopherson) να σιγοντάρουν με groovy ρυθμούς τη γλυκιά ερμηνεία της Ayo. O δίσκος διακατέχεται από μια συνολική ωριμότητα, ένα κρυστάλλινο ηχητικό αποτέλεσμα και ένα εύρος ρυθμών, από soul και reggae μέχρι lo-fi και uptown-funky στιγμές. Η ίδια η Αyo τραγουδάει με τρόπο υπαρξιακό αλλά με όση φρεσκάδα ή αποστασιοποίηση αναλογεί της περίστασης. Στο “Mother” δίνει το στίγμα της, βάζοντας μέσα σε πέντε λεπτά τόσο την προσωπική της εμπειρία σαν μητέρα όσο και τη βιωματική της σαν παιδί που μεγάλωσε χωρίς την παρουσία της προβληματικής της μάνας. Με τα “Maybe (Ayo Blues)” και “Slow Slow (Run Run)”, το οποίο είναι και το πρώτο single, εγγυάται την επιτυχία του πρώτου της δίσκου ενώ τέλος, στα “Better Days” και “Love and Hate”, σου μεταφέρει την αισιοδοξία και τη μαχητικότητα μιας ερμηνείας της Nina Simone.

To Gravity At Last από την αρχή δείχνει να έχει βαρύτητα. Η τελευταία προέρχεται τόσο από την ικανότητα της Ayo να ισορροπεί δημιουργικά και καλλιτεχνικά όσο και από το μουσικό μέρος του δίσκου αυτό καθ’εαυτό. Δεν ξέρω αν θα αποτιμηθεί καλύτερα σε σχέση με το ντεμπούτο της, ούτε είμαι σε θέση να επιλέξω με σιγουριά ποιο από τα δύο μου αρέσει περισσότερο. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία πως πρόκειται για ένα εξαιρετικό δεύτερο δείγμα, προϊόν μιας συνεπούς και σίγουρης διαδικασίας. Η Ayo δεν είναι η Nina Simone ούτε η Μarlena Shaw… ωστόσο παραμένει μια εξαιρετική μαύρη φωνή και μια ευρηματική τραγουδοποιός, η οποία τα καταφέρνει πολύ καλά και στον δεύτερο δίσκο της, σε αντίθεση με μια Norah Jones ή μια αβέβαιη και ολίγον τι κατασκευασμένη κατά την άποψή μου τύπισσα όπως η Amy Winehouse.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured