Είναι φορές που το hype γύρω από έναν καλλιτέχνη δεν έχει να κάνει μόνο με μια λάμψη η οποία συνήθως προηγείται του ονόματός του, αλλά και με την καλλιέργεια εντυπώσεων από πλευράς αυτού του ανώνυμου «τέρατος», της ονομαζόμενης δηλαδή ως «μουσικής βιομηχανίας». Το κεφάλαιο Jamie Lidell είναι αλήθεια ότι έχει αρκετές πιασάρικες παραμέτρους. Ένας άνθρωπος που ξεκίνησε – στο Muddlin’ Gear (2000) – να παίζει electronica στην εταιρεία-Μέκκα της ευρωπαϊκής σκηνής (Warp), συνέχισε, πέντε χρόνια μετά, με μια στροφή 180 μοιρών – κυκλοφορώντας το electro/soul Multiply – για να την ολοκληρώσει τώρα με το Jim. Και να μετατραπεί σε αυτό που διάβασα πολύ εύστοχα κάπου, στον λευκό που τραγουδάει τα blues καλύτερα από τους μαύρους. Έτσι, από ένα απλά ανερχόμενο όνομα στη σκηνή της electronica, μετατρέπεται σε talk of the town.

Το Jim μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν το επιστέγασμα της όλης διαδικασίας, ή σαν την προσπάθεια του Lidell να εξερευνήσει με τον δικό του τρόπο την αυθεντική πηγή της έμπνευσής του. Σε πηγαίνει, λοιπόν, σε εποχές όταν οι άνθρωποι φορούσαν πολύχρωμα ρούχα, η μαύρη κοινότητα έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στην afro κόμμωση (τη λεγόμενη αφάνα) και ένας εκ των μουσικών βασιλέων, που άκουγε στο όνομα James Brown, ήταν ακμαίος και ολοζώντανος (alive and kicking, αγγλιστί!). Οι επιρροές του δίσκου δείχνουν να εκτείνονται χρονολογικά από τη δεκαετία του 1950 μέχρι αυτή του 1970, μουσικά δε υπάρχει έντονη η R’n’B διάθεση, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα ηχοχρώματα της soul και τις μυρωδιές από τη μπριγιαντίνη που φορούσαν στα μαλλιά τους οι rock ‘n’ rollers των 1950s. Μίγμα ικανό για εκλύσεις άφθονης και αγνής (και όχι ωμής, καθώς αυτό παραπέμπει αλλού) ενέργειας.

Τρανή απόδειξη των παραπάνω, τραγούδια όπως το “Out Of My System”, ένα soul διαμάντι από τη χρυσή εποχή της Motown, με μια κιθαρογραμμή, όμως, βγαλμένη θαρρείς από τις ηλιόλουστες ακτές της Καλιφόρνια στην εποχή των Beach Boys, το “Where D’ You Go”, βαθιά επηρεασμένο από το rock ‘n’ roll έτσι όπως το εξέφραζαν καλλιτέχνες-θρύλοι όπως ο Jerry Lee Lewis, ή το ξεσηκωτικό “Hurricane”, το οποίο ακροβατεί περίτεχνα ανάμεσα στα προηγούμενα και σε μια πιο σύγχρονη αντίληψή τους. Ανάλογης αισθητικής είναι και το σούπερ cool “Little Bit Of Feel Good”, που περνάει και από πιο funk ηχοτρόπια, καθώς και το εναρκτήριο “Another Day”, ενώ η πιο ήρεμη και συναισθηματική πλευρά του Lidell εκφράζεται καλύτερα αφενός με το “All I Wanna Do”, ένα τραγούδι που προσωπικά μου φέρνει έντονα στη σκέψη τις ταξιδιάρικες στιγμές του Solomon Burke και αφετέρου με το “Rope Of Sand”, που θα μπορούσε να ήταν ο φόρος τιμής του Άγγλου μουσικού στον μελαγχολικό ήρωα της νιότης πολλών (υποψιάζομαι), Nick Drake.

Το μοναδικό μειονέκτημα, αν μπορεί κανείς να το θέσει έτσι, του δίσκου, είναι η λίγη σχέση που έχει με την εποχή μας. Ο Jamie Lidell χρησιμοποιεί ελάχιστα τις ηλεκτρονικές του καταβολές και αφοσιώνεται με προσοχή και αγάπη σε χρώματα, μυρωδιές και μουσικές από άλλες δεκαετίες. Αν λοιπόν και ο ακροατής του αφήσει κατά μέρους την σύγχρονη μουσική αντίληψη είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο δίσκος θα τον ταξιδέψει σε εποχές όταν οι δίσκοι 33 στροφών ήταν, ακόμα, ένας νεωτερισμός και σε εποχές όταν η μουσική (και συνεπώς και τα συναισθήματα που αυτή προκαλούσε) ήταν απείρως πιο αγνή. Τότε δηλαδή που, αν το πάρουμε από ιστορική άποψη, κάποιοι γενναίοι και εμπνευσμένοι μουσικοί έθεταν τις βάσεις πάνω στις οποίες πατάει ακόμα η pop (με την πολύ ευρεία έννοια του όρου) μουσική μας κουλτούρα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured