Αν παρατηρήσει κανείς την πορεία των Verve στη μουσική, εύκολα την παρομοιάζει με ασυνεχή μαθηματική συνάρτηση. Πέρα από τα διαστήματα ασυνέχειας, δηλαδή, είναι βέβαιο πως θα εξελιχθεί στον άξονα του χρόνου. Το ψυχεδελικό και εξαιρετικά προοδευτικό για ντεμπούτο A Storm In Heaven διαδέχτηκε το παραδοσιακό british rock του A Northern Soul, ανάμεσα σε χαοτικές περιοδείες, ναρκωτικά, πλακώματα ανάμεσα στα μέλη τα οποία και οδήγησαν στην πρώτη (σύντομη) στάση. Η συνειδητοποίηση του τι γίνεται στη βρετανική μουσική σκηνή με Oasis, Blur και Suede να κάνουν πάταγο και αυτοί να είναι στην απ’ έξω έφερε την επανασύνδεση και τη δημιουργία του Urban Hymns, αλλά κάτι οι φιλοδοξίες (ματαιοδοξίες) του Ashcroft για σόλο καριέρα, κάτι ο περίεργος χαρακτήρας του Nick McCabe – κιθαρίστα και έτερου πόλου στο συγκρότημα – οι Verve καταλήγουν σε δεύτερο στοπ και φαινομενικά οριστικό.

Όμως, και αυτή η ασυνέχεια στην πορεία τους, αν και μακρά, αποδείχθηκε πεπερασμένη και οι άνθρωποι που συναγωνίζονται τον Michael Jordan στις «επιστροφές» είναι και πάλι στο προσκήνιο, με το τέταρτο album τους. Η κυκλοφορία και το άκουσμα του Forth, με τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν μπορεί παρά να εξάγει κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. Πρώτον, δεν υπάρχει album των Verve που να είναι κακό και αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση: συνηγορούν το εισαγωγικό “Sit And Wonder”, το single “Love Is Noise”, το “Rather Be” (το οποίο θα χωρούσε άνετα σε προηγούμενα albums) και το θορυβώδες – με λόγο – “Noise Epic” μεταξύ άλλων, τα οποία οδηγούν εκ του ασφαλούς το αυτί του ακροατή στη space αισθητική των Verve με τα αιωρούμενα φωνητικά και τις slide κιθάρες να χάνονται στο βάθος. Δεύτερον, οι δουλειές των Verve αποτελούν αποτέλεσμα μπάντας και όχι προεξεχόντων προσωπικοτήτων. Ο Ashcroft, όσο και αν προσπάθησε στα προσωπικά του albums, του έλειπε ο γεμάτος ήχος και το απαραίτητο «παίξιμο», που προσδίδουν βάθος, ροή και ρυθμό σε ολόκληρο το σύνολο, ενώ οι υπόλοιποι παραήταν άχρηστα κορμιά για να κάνουν κάτι από μόνοι τους χωρίς καθοδήγηση. Για όσους, λοιπόν, είχαν συνδέσει τη μετά-Urban Hymns πορεία των Verve με την πορεία του τραγουδιστή τους, το Forth βγαίνει νικητής. Κερδίζει κατά κράτος με τη συνοχή του, τις απαραίτητες κορυφώσεις καθ’ όλη τη διάρκειά του και την ολότητά του σαν album, από τη αρχή μέχρι το τέλος.

Το θέμα είναι πως όπως ο Jordan έκανε την πρώτη του επιστροφή θριαμβευτική με πρωταθλήματα και τη δεύτερη άξια ελεημοσύνης, έτσι και οι Verve σπατάλησαν την ευκαιρία για διθυράμβους στο πρώτο στοπ. Θαύματα δεν γίνονται κάθε μέρα, «Αστικοί Ύμνοι» μόνο μια φορά και τα πράγματα στη μουσική έχουν αλλάξει από τα τέλη των 1990’s στα τέλη των 00’s. To γεγονός πως η μπάντα λείπει, αν δεν συνυπολογίσουμε τη solo πορεία του Ashcroft, τα τελευταία δέκα χρόνια δημιουργεί, όπως και να έχει, ένα πρόσθετο βάρος, ένα έξτρα στοίχημα που, καλώς ή κακώς, υφίσταται. Οι Verve δημιούργησαν το Forth (όπως οι Portishead to Third) δίνοντας την εντύπωση πως δεν έλειψαν ποτέ και κυκλοφορώντας κάτι που θα κυκλοφορούσαν δύο χρόνια μετά χωρίς να συνέβη τίποτα – αλλά δεν μπορούν να περιμένουν την ίδια αντιμετώπιση από τη μουσική κοινότητα (κοινό και κριτικούς).

Το Forth, στη λογική του comeback να δημιουργήσει λόγους και αιτίες να γραφούν πολλά και να ειπωθούν περισσότερα, να κάνει ντόρο με την ύπαρξη του υστερεί – καθώς δεν έχει το ειδικό βάρος να ανταποκριθεί. «There’s no need for introductions» τραγουδά ο Richard στο “Rather Be”, «or comebacks» θα έλεγα εγώ, σηματοδοτώντας το πνεύμα που κινείται το album, απλά επαναφέροντας τη μπάντα στη σκηνή χωρίς άγχη και υπερβολές για να αναδείξει κάτι. Οι νοσταλγοί των 1990’s και κυρίως της βρετανικής κιθαριστικής σκηνής θα εκτιμήσουν την ύπαρξή του και μόνο – και ας γέρνει η ζυγαριά εις βάρος του, εάν συγκριθεί με τα τότε επιτεύγματα. Το να το ανακαλύψουν και μόνο οι νεότεροι, αποτελεί επίτευγμα που μπορεί να οδηγήσει μόνο σε σπουδή προς τα πίσω. Σε κάθε περίπτωση, οι Verve είναι εδώ. Μέχρι την επόμενη στάση απλά απολαύστε τους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured