Αυτός ο τύπος ξεκίνησε από το μαύρο γκαράζ του σπιτιού του στο Michigan για να καταλήξει στο ηλιόλουστο Nashville, ξεκίνησε από το metal για να βρεθεί σε folk μονοπάτια, ξεκίνησε από την κιθάρα και έμαθε πολύ γρήγορα drums, μπάσο και πιάνο. Αυτό που του έμενε ήταν η ηχοληψία και τα κόλπα ενός παραγωγού, όπερ και εγένετο με τη μαθητεία του δίπλα στον Jay Bennett, πρώην μέλος των Wilco. Κάπως έτσι, έβγαλε πέρσι τον Φεβρουάριο το πρώτο του album The Moonstation Ηouse Band, με άρωμα από Marc Bolan και αστερόσκονη από David Bowie. H 1970s folk/pop αισθητική που βλέπει κάποιος στο εξώφυλλο του νέου Waiting For The Sunrise και όλο το σουλούπι του Vandervelde θυμίζουν τον folk ασκητή Devendra Banhart, κι αν στην περίπτωση του Deventra είχαμε ομοιότητες με τον Nick Drake ή ακόμα και με τον Tim Buckley, στην περίπτωση του Vandervelde έχουμε με τον Neil Young.

Ηome recording ατμόσφαιρα – ίσως ακόμη και basement recording – που δίνει μερικές φορές την αίσθηση ενός φυσικού reverb, ακουστική κιθάρα η οποία παίζει εύκολες μελωδίες ανάμεσα στην country και την pop, ηλεκτρική κιθάρα με fuzz σε δόσεις Young, backing vocals που σε ορισμένα σημεία ακούγονται σαν Bee Gees, ενώ σε κάποια άλλα παραπέμπουν σε glam rock καταστάσεις. Τα πλήκτρα και το πιάνο κερδίζουν τις εντυπώσεις, δίνοντας μια πιο blues ψυχεδελική διάσταση στο album. O Vandervelde μοιάζει να προσπαθεί να χωρέσει όλη του την κοσμοθεωρία σ’ αυτόν τον δίσκο: από τις οικολογικές του ανησυχίες, στα σχόλια για τον πόλεμο και το πετρέλαιο, και από τις ψυχολογικές μεταπτώσεις στις μπαλάντες περί έρωτος κι άλλων δαιμονίων.

Ο David Vandervelde φαίνεται καλό παιδί, αλλά είναι σαν τον δίσκο του: εντελώς μέτριος. Έχει μελετήσει καλά τον ήχο του Neil Young, αλλά δεν καταφέρνει να εντοπίσει αυτό το κάτι που θα τον οδηγήσει στον δικό του προσωπικό ήχο. Απλώς μιμείται, κι αυτό φαίνεται από τις πρώτες νότες του δίσκου με το “I Will Be Fine” όπου πλήκτρα, κιθάρες και φωνή γίνονται ο βατήρας για μία βουτιά στην εποχή του “Harvest”, η οποία συνεχίζεται με το “Old Turns”, ένα πέρασμα σε πιο country ήχο, με φωνητικά που αρχικά νομίζεις ότι κλίνουν προς τον Young αλλά τελικά θυμίζουν το “Stayin’ Alive”. «How old turns to new» τραγουδάει ο Vandervelde και φαίνεται ότι κάτι τέτοιο έχει στο μυαλό του, ωστόσο η κιθάρα του Young δεν ακούγεται έτσι σήμερα: ακόμα κι όταν ξεχνάει να σταματήσει, σε παίρνει μαζί της, ενώ εδώ η κιθάρα φλυαρεί κατ’ επανάληψη. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι ο Vandervelde δεν έχει ξεπεράσει ακόμα τον Marc Bolan, αφού στο “Cryin’ Like the Rain” τόσο η φωνή, όσο και το solo παραπέμπουν ευθέως στο ύφος του μακαρίτη.

Ο Vandervelde φτιάχνει έτσι ένα album που θα μπορούσε να είναι το soundtrack σε μια b-movie δρόμου, την οποία την ξεχνάς μόλις κλείσεις την τηλεόραση: Ούτε καλό, ούτε κακό, απλά αδιάφορο σαν κάθε αντίγραφο. Διότι τελικά, αν σου αρέσει κάποιος μουσικός, μπορείς απλώς να παίζεις τα τραγούδια του στο μαύρο γκαράζ του σπιτιού σου. Κι όταν κανείς δεν σε ακούει, να τζαμάρεις όσο θέλεις μέχρι να βρεις τον προσωπικό σου ήχο και μαζί του να μετακομίσεις στην ηλιόλουστη πλευρά της μουσικής.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured