Οι Opeth είναι σημαντική μπάντα. Είναι πραγματικά σημαντική μπάντα για το τι γίνεται μουσικά αυτή τη στιγμή στον πλανήτη μας και αυτό γιατί δίνουν φώτα και γέφυρα σε τελείως διαφορετικού ηχητικού φάσματος ανθρώπους. Οι εν Ελλάδι εμφανίσεις τους έχουν στεφθεί με απόλυτη επιτυχία, όχι επειδή είναι απόλυτα πιστοί στις live αποτυπώσεις των δίσκων τους (πάγιο αίτημα της μεταλλικής κοινότητας), όχι επειδή είναι hype να υποστηρίζεις τη μπάντα αυτή, αλλά γιατί πολύ απλά είναι παραπάνω από φανερό το πάθος το οποίο διακατέχει το συγκρότημα. Αυτός ο άνθρωπος (Mikael Åkerfeldt) έχει καταφέρει να εμφυσήσει στα ανά διαστήματα μέλη της μπάντας, αλλά και τους session ανθρώπους που χρησιμοποιεί (είτε στις συναυλίες είτε στο studio), ενδιαφέρον για ό,τι κάνουν. Και είναι απλό το γιατί. Είναι συναρπαστικό να παρακολουθείς τις περιπέτειες του μυαλού ενός προικισμένου ανθρώπου, ο οποίος, συν τοις άλλοις, είναι δουλευταράς, μορφωμένος, ανήσυχος και τελειομανής. Ναι, στα σίγουρα όλα αυτά μαζί μπορεί να φέρουν υπερτίμηση δυνατοτήτων (η οποία δεν έχει κάνει την εμφάνιση της ακόμα είναι η αλήθεια), κόπωση στην έμπνευση (εδώ είναι που γελάμε και η απόδειξη είναι το Watershed), νεύρα τεντωμένα (αυτό είμαι σίγουρος ότι θα συμβαίνει στη ζωή του, αν και η μικρή επαφή που είχα μαζί του στο Rockwave ανέδειξε ένα ταπεινόφρον και αρκούντως φωτεινό πρόσωπο).

Το Watershed το ακούς και νιώθεις καλά, επειδή ουσιαστικά εμπεριέχει τη (μουσική) στοχαστικότητα των Van Der Graaf Generator, αν η μπάντα του Peter Hammill είχε φτιαχτεί στις μέρες μας – και όχι αναγκαστικά στη Στοκχόλμη της Σουηδίας, από όπου έρχεται η «Πόλη του Φεγγαριού», όπως φιλολογικά μεταφράζεται το Opeth. Η πιο αντιπροσωπευτική σύνθεση του δίσκου είναι στα σίγουρα «οι Λωτοφάγοι» (“The Lotus Eater”), η οποία εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά που τους έκαναν διάσημους και αγαπητούς. Κοψίματα εξευγενισμένου (αλλά όχι γυαλισμένου) death metal, μπρουταλισμούς στα φωνητικά, αμερικάνικες μελωδίες στις καθαρές φωνές, ψίθυρους και ουρλιαχτά, field recordings, drums τα οποία δεν ακούγονται σαν να τρέχουν σε αγώνα ταχύτητας αλλά απλά σπιντάρουν όταν χρειάζεται να δοθεί ένταση, ήχος κρουστών που δεν έχει δεχτεί τέτοια συμπίεση στα μηχανήματα ώστε να ακούγεται σαν καλά ηχογραφημένο Tupperwear, 532 ριφ μέσα σε 9 λεπτά, 532 αλλαγές ρυθμολογίας και 532 λογικές ενορχήστρωσης. OK, αν ακούγεται σαν υπερβολικό αστείο το τελευταίο, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στους Opeth ότι δεν γίνονται βαρετοί, ότι απέφυγαν τις παιδικές και εφηβικές αρρώστιες του prog και του metal και πράττουν μουσική που περήφανα στέκεται ψηλά – όχι μόνο σε εκτελεστικά αλλά και σε συνθετικά επίπεδα (ζύμωση που πολλές φορές έχει ξεχάσει ειδικότερα το progressive και δη το progressive metal).

Δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις ότι ο Åkerfeldt, ακόμα και όταν επιλέγει να περάσει στην ακουστική κιθάρα αποφεύγει τα πολλά κλαψιάρικα μινόρε και γενικότερα τις ενίοτε γλυκάντζες στις οποίες μας συνηθίζει το metal, όταν πηγαίνει σε ακουστικούς δρόμους. Αντίθετα από την ταστιέρα του περνάνε κλίμακες ελαττωμένες και συγκοπτόμενες που εμπεριέχουν fusion, blues, jazz, Richie Blackmore (βλέπε “Burden”), hard rock και τη σουηδική κληρονομιά του metal. Και βέβαια εκεί όπου ο δίσκος επιτυγχάνει είναι στη φάση της λύτρωσης. Αυτό που πολύ απλά στην πιάτσα ονομάζεται «σκάει» το τραγούδι. Οι Opeth καταφέρνουν σε πολλά σημεία του δίσκου να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα αδημονίας και μετά σε οδηγούν στο σημείο που περιμένεις για να αρχίσεις να ανεβοκατεβάζεις το κεφάλι πιο έντονα. Και το κάνουν θαυμάσια, όχι μόνο με το να γράψουν ριφ δυναμικά, αλλά χρησιμοποιώντας με έξυπνο τρόπο τεχνικές και λογικές studio, οι οποίες ναι μεν κρατούν τις ρίζες τους στα 1970s hard freak out συγκροτήματα, αλλά μεταγγίζονται με σύγχρονες φλέβες στον κορμό των συνθέσεων τους.

Με λίγα λόγια, ένα γεμάτο σκέψεις και συναισθήματα θανατερό μεταλλικό άκουσμα με πολύ καλό άθροισμα των πραγματικών καταβολών του συγκεκριμένου είδους, αλλά και με δάνεια και επιρροές που έχουν αφομοιωθεί σε ένα όμορφα καθοδηγούμενο από κιθάρες και drums (δεν γίνεται να μη βάλουμε ένα θαυμαστικό στα λιτά και δυναμικά τύμπανα του Martin "Axe" Axenrot, πολύ δύσκολα οι drummers στο prog ξεφεύγουν από τη φλυαρία) μίγμα, το οποίο δεν καταντάει βαρετό ούτε στιγμή. Δίσκος, λοιπόν, που μπορεί μέσα στη μέρα να σε παρασύρει σε σκέψεις, κίνηση, ενδοσκόπηση ή πολύ, πολύ απλά στο να τον ακούσεις και να τον ευχαριστηθείς. Και αντίθετα με ό,τι λέγεται γύρω μας, νομίζω ότι αυτό δεν είναι καθόλου, μα καθόλου εύκολο, ούτε και συνηθισμένο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured