Τα ακούσανε από εχθρούς και φίλους οι Metallica για το St. Anger και δεν είναι, λοιπόν, ν’ απορεί κανείς για το ότι χρειάστηκαν πέντε χρόνια για το Death Magnetic (το πρώτο τους με τον νέο μπασίστα, Robert Trujillo). Πόσο μάλιστα αν – κάτι που πολλοί εύκολα ξεχνούν στη ζέση τους να επικρίνουν τα «κατεστημένα» – μιλάμε για μία μπάντα η οποία, αφού πρώτα καθόρισε το thrash metal φτάνοντάς το στο καλλιτεχνικό του ζενίθ, προχώρησε κατόπιν στην ανατροπή κάθε βαρυμεταλλικού δεδομένου με το περίφημο Black Album, ένα από τα σπουδαιότερα albums της μουσικής ιστορίας.

Η «στροφή» την οποία οι Metallica πραγματοποιούν με το Death Magnetic είναι μια στροφή συντηρητική: είναι σαν να παραδέχονται πως προσπάθησαν και απέτυχαν να πάνε το πράγμα κάπου αλλού (και όντως έτσι έγινε με το Load και το Reload), γι’ αυτό – επειδή για τον χ ή ψ λόγο θέλουν να συνεχίσουν να υφίστανται ως μπάντα – επιστρέφουν στις ρίζες τους και ανεβαίνουν για μία ακόμα διαδρομή στο thrash metal τρένο. Διαδρομή, βέβαια, την οποία σε καμία περίπτωση δεν κάνουν με τους όρους με τους οποίους φτιάχτηκαν ορόσημα σαν το Master Of Puppets ή το …And Justice for All: τώρα είναι έμπειροι βετεράνοι, τώρα γνωρίζουν εκ των προτέρων κάθε γωνιά στα κατατόπια, τώρα έχουν και ολόκληρο Rick Rubin στην παραγωγή, ο οποίος, όντας πιο «γάτος» σε σύγκριση με τον Flemming Rasmussen, ξέρει καλά πώς να χτίσει τη βαβούρα κατά τρόπο που να μην απειλήσει το εμπορικό προφίλ της μπάντας μα και να βγάλει παράλληλα δυο-τρία singles. Διότι, μη γελιέστε, εκτός από τα metal ιδανικά υπάρχει και η μπίζνα και διόλου δεν χάλασε τους Metallica που το Death Magnetic προσγειώθηκε στο #1 τόσο των βρετανικών, όσο και των αμερικάνικων charts.

Αυτό είναι το σκηνικό δράσης του νέου, 12ου συνολικά, δίσκου τους. Αν όμως έχετε ήδη αρχίσει τα «α, καλά, κατάλαβα», τότε έχετε κάνει το ολέθριο λάθος να υποτιμήσετε την κλάση των Metallica. Οι μεγάλες μπάντες, βλέπετε, «δαγκώνουν» – και μάλιστα άσχημα – και στις λιγότερο λαμπρές μέρες τους και όποιος υποτιμήσει το Death Magnetic στη βάση των παραπάνω πραγματικοτήτων είναι καταδικασμένος να το φάει κατακέφαλα και να μην ξέρει από πού να φύγει. Γιατί, με το μικρότερο κομμάτι του να έχει πέντε λεπτά διάρκεια, πρόκειται για έναν προσεκτικά κατασκευασμένο τυφώνα, με τύμπανα-πολυβόλα, μπάσα-σκαφτιάδες, κιθάρες-ξυράφια και έναν James Hetfield να μοιάζει στο μικρόφωνο σαν βλοσυρός ανατολικός θεός της καταιγίδας. Μέχρι να πέσει λίγο η ένταση στο “Unforgiven III”, οι Καλιφορνέζοι βασιλιάδες του metal δεν αφήνουν τίποτα όρθιο (“The End Of The Line”, “Cyanide”, “That Was Just Your Life”, “The Day That Never Comes” – και συνεχίζουν μετά απτόητοι με “Judas Kiss” και “My Apocalypse”), αποδεικνύοντας στους Megadeth του System Has Failed και σε όσους άλλους άπιστους Θωμάδες πως ο ήχος αυτός αποτελεί τσιφλίκι τους και πως κανείς άλλος δεν μπορεί να τον παίξει τόσο καλά, τόσο θεαματικά μα και τόσο ουσιαστικά.

Κάπως έτσι, οι Metallica μπορεί να μην έβγαλαν τον πιο «περιπετειώδη» καλλιτεχνικά δίσκο της καριέρας τους, έβγαλαν όμως σίγουρα τον καλύτερο δίσκο τους μετά το Black Album – είναι τόσο δυνατό το Death Magnetic ώστε πραγματικά αναρωτιέμαι πώς θα το παίξουν ζωντανά στα 45 τους χρόνια. Μια δουλειά που θα ξετρελάνει σίγουρα τους fans τους, θα τρομάξει τους θαμώνες της Αβραμιώτου και θα κάνει ορισμένους φαφλατάδες να το ξανασκεφτούν όταν θα πάνε να τους ξαναπιάσουν, αβασάνιστα, στο στόμα τους. Διότι οι Metallica, ακόμα και όταν δεν έχουν πια ορίζοντα για να ταξιδέψουν, παραμένουν ένα από τα πολύ μεγάλα συγκροτήματα του πλανήτη.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured