Το συνηθίζει ο Lavelle. Να μην αφήνει τίποτα να πάει χαμένο. Δεν ξεχνάω τον Tim Goldsworthy, απλά ο ηγέτης των U.N.K.L.E. είναι ο συγκεντρωτικός τύπος που αποφασίζει κάθε φορά το επόμενο βήμα του project. Θυμηθείτε το Self Defence: Never, Never, Land Reconstructed And Bonus Beats, το remix album που συνόδευσε το Never, Never Land. Θυμηθείτε τα DJ mixes Do Androids Dream of Electric Beats? ή WWIII - Unklesounds vs. U.N.K.L.E. Αναδομήσεις του υλικού οι οποίες για κάποιον λόγο δεν συμπεριλήφθηκαν στον προηγούμενο δίσκο, πειράματα με την κονσόλα, soundtrack για experimental ταινίες, bootlegs, τεστ για κομμάτια που ο Lavelle κουβαλά σε όλον τον κόσμο περιοδεύοντας ως DJ. Όλα στο φως της κυκλοφορίας, πάντα στο προσεγμένο εικαστικό πακέτο των U.N.K.L.E., τα περισσότερα αποκλειστικά μεν για φανατικούς, ελκυστικά δε. Με το περσινό War Stories συνέβη το ίδιο. Πρώτα κυκλοφόρησε το More Stories, μια συλλογή από b-sides και remixes πάνω στην πιο «διαφορετική» δουλειά του project. Ουπς, δεύτερη φορά γράφω αυτή τη λέξη. Αντί για μπάντα. Στα πρώτα δύο albums, είναι ολοφάνερο το γιατί. Μήπως όμως πλέον οι U.N.K.L.E. δίνοντας live με full band line-up πρέπει να θεωρούνται ένα «κανονικό συγκρότημα» πια; Είναι το πιο πρόσφατο από τα ερωτήματα που γέννησε το War Stories.

Ομολογώ ότι πέρσι το άκουσα πάνω από 30-40 φορές για να γράψω την παρουσίασή του στο Sonik. Δεν μπορούσα να καταλήξω αν ήταν καλό το ότι ένα ξεπερασμένο, αλλά ποιοτικό, soft rock ήταν η απάντηση σε αυτό που περίμενα μετά τους προκατόχους του. Τελικά, η καταιγιστική τους εμφάνιση στο Ejekt (το καλύτερο live, έστω υπό αντίξοες συνθήκες, του καλοκαιριού) έδωσε την απάντηση. Οι U.N.K.L.E. αποδίδουν αυτό που πρέπει να λέγεται post rock το 2008 και ο Lavelle τους κατευθύνει σαν μαριονετίστας από τα dexx του, αδιαφορώντας αν «προδίδει» το παρελθόν του ή αν ακούγεται πασέ. Το ότι το παιδεύουν φαίνεται από το υλικό το οποίο μένει στο ράφι. Το ότι δεν κάθονται ήσυχοι, φαίνεται από το ότι ετοίμασαν άλλον έναν δίσκο, έτσι για να μη βαριούνται στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την ολοκλήρωση του War Stories. Το ότι είναι και λίγο φραγκοφονιάδες επίσης μπορεί να υποτεθεί. Το ότι το End Titles…Stories For Film δεν δικαιολογεί την αυτόνομη ύπαρξή του είναι προφανές. Απευθύνεται σε κολλημένους συλλέκτες-fans (φαντάζομαι ότι δύσκολα θα τους ενθουσιάσει όμως), μοιάζει σαν συνέχεια του War Stories (αρκεί να ακούσει π.χ. κανείς τα “Cut Me Loose”, “Blade In The Back”, “Against The Grain” – κομμάτια στα οποία κάνει φωνητικά ο Gavin Clark και δεν καταλαβαίνεις σε τι διαφέρουν από το “Keys To The Kingdom” ή τον Josh Homme να προσθέτει φωνητικά στο “Restless”, που πλέον λέγεται “Chemical”). Ο ίδιος ο Lavelle μας προλαβαίνει, λέγοντας ότι «δεν πρόκειται για νέα δουλειά, αλλά για τη συνεργασία μου με τον Pablo Clements και τον αδερφό μου Aidan στο Surrender Sounds στούντιο, το οποίο στήσαμε για να χαλαρώνουμε».

Αντιμετωπίζοντάς το ως ένα concept album, λοιπόν, που σκοπό έχει να διευρύνει τα όρια της μουσικής για κινηματογράφο, τηλεόραση, βιντεοπαιχνίδια και άλλα οπτικοακουστικά μέσα (χωρίς παράλληλα να αγνοεί κάποιες στάνταρ pop φόρμες) το End Stories αποκτά σημασία. Ειδικά όταν χάνεται στις συμφωνικές αναζητήσεις του “Trouble In Paradise” ή στον αυτοσχεδιασμό του Nocturnal. Έχει τους συνηθισμένους σπουδαίους καλεσμένους, όπως τους εκπληκτικούς Kαναδούς Black Mountain (“Clouds”) ή τον σκηνοθέτη Abel Ferrara. Αλλά είναι και λίγο βαρετό, για σκεφτείτε σύνολο 22 κομματιών την εποχή του i-Pod. Και τελικά είναι ένα εξαιρετικό μπόνους CD, αλλά όχι ένας αυθύπαρκτος δίσκος…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured