Κατά πολλούς, το post rock ήταν το τελευταίο μέχρι σήμερα αξιόλογο μουσικό κίνημα στον pop/rock χώρο. Το αν ήταν της δυναμικής του punk ή του grunge για παράδειγμα, είναι ένα ερώτημα με μάλλον προφανή αρνητική απάντηση, αλλά, όπως και να έχει, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν προσέφερε στη σύγχρονη μουσική εξέλιξη ή ακόμα περισσότερο ότι δεν συγκροτούσε μουσικό κίνημα. Το μεγάλο κληροδότημα που έχει αφήσει το post rock - μιας που πλέον στις μέρες μας φαίνεται ότι μάλλον έχει φτάσει στη φθορά του - είναι ότι άλλαξε εν μέρει, ως οφείλουν άλλωστε τα όποια μουσικά ρεύματα, τον τρόπο με τον οποίο ακούμε και αντιλαμβανόμαστε την έννοια του εναλλακτικού ή πειραματικού rock. Έκανε δίσκους με αποκλειστικά ορχηστρικές συνθέσεις να έχουν απήχηση σε ένα πιο ευρύ κοινό, έφερε στη μόδα κάτι αρκετά πιο πειραματικό, αρκετά έξω από το συνηθισμένο (ας θυμηθούμε το εν ριπή οφθαλμού sold out στην πρώτη εμφάνιση των Godspeed You Black Emperor! ή αυτό στη συναυλία των Mogwai) και τελικά εμφύτεψε ένα διαφορετικό γονίδιο αντίληψης της μουσικής διαδικασίας, κάνοντας πολλά νεανικά, ερασιτεχνικά σχήματα να παίζουν με τα εφέ τους και τις αυξομειώσεις των εντάσεων, να προσπαθούν να εντάξουν στη rock ταυτότητά τους όργανα όπως ένα βιολί ή μια τρομπέτα και γενικά να κοιτάζουν την μουσική τους με μια δημιουργική περιέργεια, αντί να αρκούνται στην κλασική ομορφιά ενός απλά καλού ακόρντου.

Όπως, μάλλον, θα καταλάβατε από τον μακροσκελή αυτό πρόλογο, οι Pirate Ship Quintet είναι ένα σχήμα που ασχολείται με το post rock με πάθος και αφοσίωση. Τα τρία κομμάτια αυτού του ομώνυμου, πρώτου EP τους δείχνουν σε γενικές γραμμές, ότι θέτουν εαυτούς στην αμερικάνικη σχολή (αν και προέρχονται από την Αγγλία) με μακροσκελείς συνθέσεις, με όργανα που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στον ήδη έντονο λυρισμό (όπως το τσέλο για παράδειγμα - μάλιστα ο τσελίστας Sandy Bartai είναι μέλος της φημισμένης συμφωνικής ορχήστρας του Bournemouth) και αρκετά Godspeed–ικά ξεσπάσματα. Το εναρκτήριο “Lost Science” ξεκινάει αργά, με σταθερό το μπάσο, την κιθάρα να χρωματίζει με όμορφες υποψίες αρπίσματος και την τρομπέτα να παιχνιδίζει επάνω σε αυτό το λιτό μωσαϊκό. Λίγο αργότερα η κιθάρα κολλάει, το πιάνο προϊδεάζει την είσοδο των drums και του τσέλο και ακόμα πιο μετά το όλο σύνολο εξελίσσεται σε ένα λυρικό και σίγουρα όχι αγνώστου ύφους ξέσπασμα. Έπειτα η παύση και το όλο σκηνικό χτίζεται εκ νέου για να οδηγήσει σε ένα δυνατότερο σπάσιμο, όπου το τσέλο δίνει μια διαφορετική χροιά. Διαδικασία αρκετά τυπική για ένα post rock κομμάτι, κάτι που όμως δεν σου στερεί το ενδιαφέρον, άλλα σε κάνει να αισθάνεσαι αυτή την όμορφη οικειότητα που νιώθεις όταν κάθεσαι μετά από πολύ καιρό σε έναν αγαπημένο, βολικό και γνώριμο αναπαυτικό καναπέ. Σε χαλαρώνει, δηλαδή, η ιδέα ότι βρίσκεσαι σε οικείο περιβάλλον αποδεχόμενος με κάποια περίεργη ανακούφιση, ότι δεν θα έρθεις στην ανάγκη να εξερευνήσεις νέους προορισμούς, κάτι που μπορεί να αφήσει τις αισθήσεις σου ελεύθερες και προσηλωμένες στην αναζήτηση της απλής ευχαρίστησης (Simple Pleasure, όπως τη λέγανε παλιά και οι αγαπημένοι Tindersticks).

Το δεύτερο κομμάτι, με τον ακατανόητο τίτλο “I Kina Spiser De Hund”, ξεκινάει πολύ πιο δυναμικά, φέρνοντας ίσως στο μυαλό την post rock εκδοχή των Isis, όμως ηρεμεί λίγο αργότερα για να ακολουθήσει σε βασικές αρχές τα προηγούμενα. Μπορεί η ευκαιρία να πάει το πράγμα αλλού να χάνεται, κερδίζεται όμως ένα πολύ δυναμικό ξέσπασμα στο τέλος, που μάλλον θα ζήλευαν μπάντες σαν τους προαναφερθέντες Isis, τους σκοτσέζους Aereogramme ή ακόμα και τους Cult Of Luna (μέλος και παραγωγός των οποίων είναι ο Magnus Lindberg, ο οποίος υπογράφει και εδώ την παραγωγή). Για να φτάσουμε στο “Pirate Ship”, όπου θυσιάζεται ο λυρισμός σε κάποια σημεία προς χάριν της μεγαλύτερης κινητικότητας και των vibes που έχουν να διοχετεύσουν οι Pirate Ship Quintet σε συναισθηματικό επίπεδο - και μεταδίδονται από το χαλαρά αλλά σοφά δεμένο rhythm section και την εξαιρετική ενορχήστρωση - κάνοντας τη σύνθεση να φαντάζει σαν η καλύτερη και πιο πλήρης του δίσκου.

Καταλήγοντας, αυτό που σου μένει δεν είναι μόνον η όμορφη αίσθηση της επιστροφής σε γνώριμους ήχους και οικεία συναισθήματα, αλλά και τα εξίσου κάλλους και εμπνεύσεως μονοπάτια των Pirate Ship Quintet. Μπορεί, δηλαδή, να ασχολούνται με γνωστές πατέντες, δίχως ίσως μεγάλη πρωτοτυπία πλέον, παίζοντας τόσο καθαρό post rock (όσο αφορά τη σύλληψη, τουλάχιστον, των κομματιών), αλλά αυτό δεν στερεί την ομορφιά από την οποία διαποτίζεται το σύνολο του δίσκου. Ίσως αν η μπάντα συνεχίσει στο μέλλον να διακατέχεται από τέτοιας έντασης εμμονή με το post rock, γίνουν κάποτε κουραστικοί. Σε αυτό το πρώτο EP, πάντως, τα δείγματα γραφής είναι σε υψηλά standards.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured