Το να αποτιμήσει κάποιος τη σημασία των Mudhoney είναι πραγματικά δύσκολο. Και αυτό γιατί ενώ ήδη υπήρχαν το 1988 αρκετά συγκροτήματα που κατευθύνονταν εκεί όπου είχε στοχεύσει το κουαρτέτο της λάσπης, οι τελευταίοι ήταν αυτοί που οριοθέτησαν και - για την ακρίβεια - ήταν σημαιοφόροι μιας ολόκληρης κοινωνίας ήχου: με απαρχή τη Ρηγκανική περίοδο διακυβέρνησης των Η.Π.Α. ένα ολόκληρο κύμα συγκροτημάτων, τα οποία, ακόμα και αν δεν είχαν συγκεκριμένη χροιά πολιτική στη γλώσσα τους, αντέδρασαν όπως μόνο ένας 22χρονος μπορεί και ξέρει να κάνει. Κιθάρες με fuzz, ταχύτητες, παραισθησιογόνα και αλκοόλ, τεστοστερόνη και ενέργεια πάνω στη σκηνή και όλα αυτά πέρα από hype και σύμβουλους μόδας. Ο χώρος του underground hardcore punk είχε την τιμητική του και τα γκαράζ των μητροπολιτικών suburbia σε όλη την επικράτεια γέμισαν μετά από 20 χρόνια περίπου με νεανίες (και κοράσια) που κυριολεκτικά ούρλιαζαν πάνω από βομβίζουσες κιθάρες. Μετά το 1985 ήταν η σειρά του 1970s hard rock να πάρει τα ηνία και άρχισαν να γεννιούνται πολύ ενδιαφέροντα υβρίδια. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, συγκροτήματα όπως οι Screaming Trees, οι Mudhoney και ελαχίστως αργότερα οι Nirvana κάνουν την εμφάνισή τους. Με διαφορές και ομοιότητες μεταξύ τους οι παραπάνω το σίγουρο είναι ότι όφειλαν στους Kiss, τους Stooges, τους MC5, τους Bad Brains, Husker Du και Minutemen τα ίδια ποσοστά ήχου - και ακριβώς εκεί είναι το ενδιαφέρον. Δεν αρχειοθέτησαν τα αποκόμματα της εφηβείας τους, αλλά απλά ανεβοκατέβασαν τα δάχτυλα στην ταστιέρα και συνέθεσαν.

Οι Mudhoney μπορεί να πει κάποιος ότι επιβλήθηκαν κυριολεκτικά με τη λύσσα τους. Οι συνθέσεις τους μπορεί να μην είχαν τη μαεστρία και το φοβερό τάλαντο πίσω τους, αλλά είναι περισσότερο από σίγουρο ότι ακόμα και ο Πόντιος Πιλάτος δεν θα μπορούσε να τους αγνοήσει, καθώς αυτά τα 4 αγόρια έπαιζαν κολασμένα. Και, ναι μεν και προ αυτών υπήρχαν την πενταετία 1983-88 ανάλογοι γόνοι και πυρήνες σκληρού ήχου, αλλά ελάχιστοι συνδύαζαν αυτή την καθαρόαιμη rock ‘n’ roll ριφφολογία, παραφιλολογία, αυτοσαρκασμό, (όχι macho) ιδρώτα συν κολοσσιαία/ογκώδη ηχητική -και μάλιστα χωρίς να υπάρχει κανένας κωλοπαιδισμός (προσποιητός ή μη…) σαν υπόβαθρο συμπεριφορικής.

Αυτή εδώ η deluxe επανέκδοση του μνημειώδους πρώτου EP τους Superfuzz Bigmuff είναι μία αριστοτεχνική και μερακλίδικη στην εκτέλεση μάζωξη όλου του ηχητικού ημερολογίου που σκάρωσαν σε όργανα και κονσόλες οι Mudhoney την περίοδο 1988-89, η οποία περίοδος ουσιαστικά είναι αυτή που αναντίρρητα τους έδωσε το εξαρχής cult status και τον σεβασμό που τους ακολουθεί μέχρι σήμερα. Ουσιαστικά, βέβαια, πρόκειται για μία επαυξημένη έκδοση (σε ηχητικό και πληροφοριακό υλικό) της συλλογής Superfuzz Bigmuff Αnd Early Singles. Στο δεύτερο CD βρίσκουμε ένα πολύ καλό live της μπάντας στο Βερολίνο το 1988 και επίσης 6 tracks από ένα ραδιοφωνικό live στην Καλιφόρνια την ίδια χρονιά - απαραίτητο, λοιπόν, το δεύτερο CD για να δούμε πώς μεταφραζόταν επί σκηνής αυτός ο ορυμαγδός που ακούγεται στους δίσκους. Για να ξαναγυρίσουμε στο πρώτο CD, να σημειώσουμε ότι εδώ θα βρείτε όλα τα στοιχεία που εξηγούν γιατί οι Mudhoney μέσα σε έναν χρόνο έγιναν γνωστοί παγκοσμίως στο underground κύκλωμα και οι executives στις πολυεθνικές έμαθαν τι σημαίνει Sub Pop, όπως και οι senior editors των μεγάλων (μουσικών) περιοδικών άρχισαν να στέλνουν δημοσιογραφίσκους να καλύψουν το φαινόμενο που ξεκίνησε από μία ομάδα 60 ανθρώπων οι οποίοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και σχημάτιζαν μπάντες, και που αργότερα κατηγοριοποιήθηκαν κάτω από την ταμπέλα grunge. Ο δίσκος ξεκινάει με το τραγούδι του οποίου ο τίτλος μπορεί να στοιχειώσει τα όνειρα κάθε χαρτογιακά: “Touch Me I’m Sick”. Λίγο αργότερα το βρυχώμενο και με ελληνική αναφορά (του στυλ «Ι got a belly full of ouzo») “Mudride”, το συγκινητικό/εφιαλτικό/λυσσώδες “Hate The Police”, διασκευή από την ιστορική punk μπάντα των Dicks, το ελευθεριάζoν σε φόρμα και μήνυμα “In ‘n’ Out Of Grace” - για να αναφέρουμε μόνο μερικά από τα διαμάντια που ανασύρονται (όλα) από τον βούρκο και τη λάσπη.

Αν ακούσετε το Superfuzz Bigmuff και δεν αρχίσετε να χτυπάτε τον ηλίθιο γκόμενό σας, που βλέπει ποδόσφαιρο αντί να σας πάει σινεμά, τη γελοία σύντροφό σας, που θέλει να σας σύρει να παρακολουθήσετε για πολλοστή φορά το Friends ή να παίξετε Trivial Pursuit μαζί με λοβοτομημένα φιλικά ζευγάρια, τη μητέρα σας, που γκρινιάζει που δεν γίνατε αυτό που πάντα ήθελε, τον πατέρα σας, ο οποίος αρνείται να συνομιλήσει σε πραγματικούς χρόνους συζήτησης μαζί σας, τον κρετίνο φίλο/φίλη, που αντί να διαβάσει κανένα βιβλίο για να ξεστραβωθεί επιμένει να βλέπει ποιος βατεύει ποια από το Facebook, τον μοιραία βλάκα γείτονά σας, που δεν μπορεί να αρθρώσει ούτε ένα γαμημένο καλημέρα, αν λοιπόν δεν έρθει στην εγκεφαλοχώρα σας καμία σκηνή από τα παραπάνω ή τα βρίσκετε όλα θαυμάσια, τότε ή πρέπει να μας πείτε το μυστικό ή να αλλάξετε μήκος κύματος στο τι ακούτε. Τώρα. Γιατί αυτός είναι, ασχέτως των αστεριών της βαθμολογίας, ο μόνος φόρος τιμής που πρέπει σε ένα τόσο ιστορικό, απρόσμενο(;), στακάτο και σταράτο ντεμπούτο σαν και το παρόν.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured